Further tags

Χίπηδες στη δεκαετία των 00's (τα χυμαδιά).

Χυμαδιό νο1: Πού θα την βγάλουμε απόψε;
Χυμαδιό νο2: Πάμε με τα ποδήλατα στο φεστιβάλ βαλκανικής μουσικής.

(από loser, 02/04/09)Τύπικαλ νέο-χίππυ μπάντ (τα χυμαδιά εγκρίνουν) (από loser, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που φοράει πάνω της τόσα μπιχλιμπίδια, λιλιά, στρας, λαμέ και ό,τι άλλο απαστράπτον και τσίπικο αξεσουάρ κατεβάσει το χαμηλό γούστο της, που προκαλεί ανήκεστο βλάβη στα μάτια όποιου άτυχου την αντικρύσει.

Συγγενής εξ αίματος του καρκατσουλιού, της καρακαλτάκας, του τσόκαρου και λοιπών φορτωμένων αχθοφόρων μπιζουκλερί.

- Πω ρε πούστη μου, την Άρτα και τα Γιάννενα έβαλε πάλι πάνω της αυτή η Πίτσα...
- Γάμησέ τα, λατέρνα κανονική η γκόμενα!

Μια ορίτζιναλ λατέρνα. Ευνόητο γιατί η υπερβολικά στολισμένη γυναίκα χαρακτηρίζεται λατέρνα. (από poniroskylo, 26/09/08)Από το \'Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο\' (1955) με την Καρέζη νεότατη και κούκλα (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που τη βλέπει κάτι και το παριστάνει. Παράδειγμα οι ψευτομεταλάδες που νομίζουν ότι είναι μεταλάδες επειδή έχουν μακριά μαλλιά, η οι ψευτοΕΜΟ που νομίζουν ότι είναι ΕΜΟ επειδή χαρακώνονται. Συνήθως όταν τους κοροϊδεύεις επειδή είσαι αυτό που αυτοί νομίζουν ότι είναι, σχολιάζουν άκυρα πράγματα της εμφάνισής σου που δεν έχουν σχέση με το τι είσαι.

- Που σαι ρε ποζερι;
- Καλά εσύ τι είσαι τελικά, ράπερ που φοράς φαρδιά και το παίζεις μεταλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.

(από Khan, 14/03/12)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός της μουσικής gothic, που αποτελεί παρακλάδι της post-punk. Το θηλυκό είναι: η γκοθού.

Πρόκειται για άτομο με πολύ μεγάλη θλίψη: η ζωή του είναι χάλια και όλα του φαίνονται κατάμαυρα. Αν αυτό σας θυμίζει τα σύγχρονα emo, σκεφτήκατε πολύ σωστά! Βέβαια στο γκόθικ γράφανε και κανένα κομμάτι της προκοπής (αν και πεθαμενατζίδικο) που και που, ενώ στο emo, άστα να πάνε...

Η ανωτέρω μελαγχολική/ρομαντική θεώρηση της ζωής δημιουργεί ένα θέμα: σε αντίθεση με την ζοφερή π.χ. Γερμανία, όπου και ξεκινήσαν όλα αυτά , εδώ στην Ελλάδα έχουμε πολύ ήλιο για τέτοιες στεναχώριες. Ο γοτθικός ρυθμός δεν ευδοκίμησε ποτέ στα μέρη μας, γεγονός που κάνει τον Έλληνα γκοθά να μοιάζει με ψάρι έξω απ' το νερό... Θα αυτοκτονούσε σίγουρα, αν δεν ήξερε κατά βάθος ότι όλη αυτή η μελαγχολία είναι θέμα μόστρας και μόνο.

Στα πιο πιπεράτα ζητήματα, οι γκοθούδες διατυμπανίζουν την σεξουαλική τους απελευθέρωση, ενώ επίσης είναι οι μόνες που εκτιμούν τον αβυσσαλέο ερωτισμό που αποπνέουν οι σουβλεροί κυνόδοντες. Έχοντας φετίχ με τον κόμη Δράκουλα, τους αρέσει να δαγκώνουν τα θύματα/εραστές τους, να τις δαγκώνουν αυτοί, ή εν πάσει περιπτώσει να κάνουν αλλαξοδοντιές. Πάντως οι γκοθούδες, αν δεν τους κάτσει κανένας μάτσο βαμπίρίκουλας, εκτιμούν πολύ το ανδρόγυνο λουκ στους άνδρες (κι άλλη ομοιότητα με το emo).

Ενδυματολογικές προτιμήσεις: μαύρα ρούχα συνδυασμένο με άσπρο (του θανατά) μέικ απ. Πολύ παίζουν και τα ρούχα από πολυέστερ, που θυμίζουν S/M καταστάσεις (η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που λέγαμε). Άλλη προτίμηση είναι επίσημο κουστούμι για τους γκοθάδες και νυφικό για τις γκοθούδες, γιατί κάπου ακούσανε ότι αν τα τινάξουνε, με αυτά τα ρούχα θα τους θάψουνε (άμωμοι οι εν οδώ, αλληλούια).

Όσον αφορά το ποτό, ο σωστός γκοθάς πίνει οτιδήποτε μοιάζει με αίμα: μαυροδάφνη, κόκκινο κρασί, στην ανάγκη και βυσσινάδα...

Λοιπά κολλήματα: διακοσμητικοί σταυροί, δισκοπότηρα, νεκροκεφαλές κτλ, ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ταινίες τρόμου, επισκέψεις/φωτογραφήσεις στα νεκροταφεία (κατά προτίμηση τη νύχτα και με πανσέληνο).

- Πάμε στο Dark Sun να χαζέψουμε γκοθάδες;
- Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που μοιάζει να συχνάζει κάθε Σάββατο πρώτο τραπέζι κάλτσα, που φαίνεται να ακούει δηλαδή σκυλάδικα και να έχει ως μόνιμη απασχόληση το να χορεύει τσιφτετέλι πάνω σε τραπέζια σκυλάδικων/ελληνάδικων.

- Κοίτα ρε μαλάκα τη γκόμενα με το λεοπαρδαλέ μίνι! Πώωω, κάτι μπουτάρες...
- Πάρε ένα σκυλί... Ε ρε και να σε βάλω στα τέσσερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιάζουσα κατηγορία γυναικών. Έχουν ύψος συνήθως 1.58-1.63. Κουρεύονται πάντα μόνες τους γιατί το μαλλί τους είναι μορφή τέχνης και οι άλλοι στα κομμωτήρια όλοι μαλάκες είναι, ή δίνουν μια μπετονιέρα λεφτά για κούρεμα σε κάποιον που είναι πιο τέχνης από αυτές, αλλά όχι πολύ. Τα ρούχα τους είναι πάντα περίεργα για τον ίδιο ακριβώς λόγο και κάτι παραπάνω. Ξέρουν τα πάντα για οποιονδήποτε καλλιτέχνη (άντρα πάντα) έχει χαρακτηριστεί ανερχόμενος, avant garde ή κάτι παραπλήσιο και όσο πιο σπάνιος είναι τόσο το καλύτερο. Διαθέτουν αναλογικό μετρητή κυκλοθυμικότητας με χρονόμετρο γιατί πρέπει να αλλάζουν συμπεριφορά όλη την ώρα. Ο λόγος δεν έχει διευκρινιστεί από κάποια επίσιμη πηγή. Οι γραφές λένε ότι μάλλον είναι απόγονοι των Ελ και γι'αυτό, ως όντα διαφορετικά από μας, ζουν σε μια δικιά τους πραγματικότητα. Συναντιούνται συνήθως σε live τύπων που παίζουν post elanteti αλλά ξέρουν αυτοί, ή στην «Αρχιτεκτονική». Χόμπυ τους το φτιάξιμο αυτοσχέδιων κοσμημάτων, το κοίταγμα της βροχής και το να παίζουν κιθάρα γυμνές (καλή φάση μεταξυ μας, μαλλον...).

- Ρε μαλάκα 3 φάγατε τι άλλο θες γαμώ το στανιό μου;
- Ωπ σκάσε ήρθανε τα μανιτάρια...
- Σόρυ... Μαλάκα άκουσα μια καινούρια μπάντα του Αρβιντασαμπόνιανς που γαμάνε! (τ'ακούσανε ή να το ξαναπώ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified