Selected tags

Further tags

Όψη μαραμένη και ελεεινή. Φάτσα για κλάμματα, απορρύθμιση των άκρων, σχεδόν πλήρης αδυναμία κίνησης και άρθρωσης - όλα αυτά συνέπεια κούρασης και αϋπνίας, είδικά όταν το ξενύχτι συνοδεύεται από πολλά τσιγάρα και ξύδια.

Συγγενείς έννοιες: σαν τον πούτσο μου ξενύχτη, σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

- Καλά ρε μαλάκα, τι φάτσα είν' αυτή; Σαν κλασμένο μαρούλι είσαι πάλι.
- Μμμμμμ ... δε κοιμήθηκα .... πφπφπφπφ ..... πόκα ... τριαντάεξι ώρες .... έμπλεξα ...
- Άντε ρε για ύπνο, δε βλέπεις μπροστά σου, ρε μαλάκα, δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου ... θες ταξί;
- Νννναί ... πατσά, όμως, πρώτα ... θα στανιάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρώμικος, αυτός που είναι λερωμένος.

- Πώς είσαι έτσι ρε μέσα στα χώματα. Τελείως λέτσος.
- Τι να κάνω ρε, έπαιζα μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τυπάκι που φοράει συνέχεια φαρδιά ρούχα, 2 νούμερα μεγαλύτερα, ανεξάρτητα απ' το αν ακούει χιπ-χοπ ή όχι.

- Αυτός δεν θα φορέσει ποτέ ρούχα που να του στέκονται κανονικά. Αυτό το παντελόνι που φορά είναι σαν σακί.
- Μπα, δεν τον βλέπω να αλλάζει ντύσιμο. Αυτός είναι ορκισμένος φαρδύς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος νομίζει οτι είναι και καλά ραπ, επειδή ακούει 50 Cent και Goin' Through, φοράει πέντε αλυσίδες, καπέλο του μπέιζμπολ, φανέλα ΝΒΑ και παντελόνι τόσο φαρδύ που χωράει και στο ένα μπατζάκι. Συχνάζει σε μπιλιαρδάδικα και καφετέριες όπου προσπαθεί μονίμως να επιδεικνύεται πουλώντας μούρη σ' όλον τον κόσμο (και κυρίως στις γκόμενες).

- Άσε ρε, χτες ξενέρωσα πολύ. Πήγα με την γκόμενα για καφέ και στο δίπλα τραπέζι καθόταν μιά παρέα Κινέζικα ραπόνια. Μου τα πρήξαν, σου λέω. Όλη την ώρα μιλάγαν για το καινούριο βίντεο κλιπ των Goin' Through.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ένα άτομο υπερβολικά χοντρό.

- Ρε μαλάκα, σταμάτα να τρως πιτόγυρα κάθε μέρα. Θα γίνεις πατσάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. Όχι βέβαια ο καθένας, αλλά ο φουσκωτός που σηκώνει όλον τον πάγκο, παίρνει πρωτείνες, αμινοξέα, κρεατίνες, στεροειδή, αναβολικά κτλ... Χαριστικά (επειδή είναι καλά παιδιά) λέγεται και για αυτούς που εξασκούν το άθλημα σε πιο ήπια μορφή. Όσο δε για αυτούς που κάνουν μπόντι μπίλντινγκ αλλά ανήκουν στην κατηγορία φτερού, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος (αυτό)χαρακτηρισμός τους...

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

  1. - Ρε, σ' αυτό το γυμναστήριο που ήρθαμε όλοι είναι μποντιμπιλντεράδες... Πάρε τον άλλον, διακόσια κιλά πάγκο σηκώνει...
    - Μαλακία κάναμε ε; Καλά, γάμα το γυμναστήριο και πάμε σπίτι μου να πιούμε καμιά μπύρα, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα... Αφού εμείς μόνο για μπυροκοιλιακούς είμαστε!

  2. - Τι γίνεται αγόρι μου, ούτε τα πεντάκιλα δεν σηκώνεις στους δικέφαλους; Τι μποντιμπιλντεράς είσαι συ;
    - Δεν μπορώ...
    - Σφίξου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.

Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πεταχτά δόντια. Η λέξη προέρχεται από το ασπάλαξ.

Πα, πα, πα! καθόλου δε μ' αρέσει ο σφάλιαγκας. Απορώ με τα γούστα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρέλω.

Τί δίαιτες και τρίχες; Παίρνει χαμπάρι το φαλαινοθηρικό;

(από Khan, 31/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified