O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.

Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.

- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.

(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τζάκετ, πανωφοριού δηλαδή. Από το flight jacket, που αναφέρεται σε αρκετές παραλλαγές του ενδύματος.

Στα ελληνικά σημαίνει κάτι τέτοιο: Κοντό, με λάστιχο στην μέση, συνθετικό, γυαλιστερό σαν φόδρα μέσα κι έξω, εξωτερικά μαύρο ή λαδί, εσωτερικά φωτεινό πορτοκαλί, με σχεδόν ανύπαρκτο γιακά. Τσέπες με φερμουάρ και θήκες για στυλό (όπου έμπαιναν φυσίγγια, για εφέ) ψηλά στα μανίκια, στο ύψος του μπράτσου και τσέπες χαμηλά για να μην κρυώνουν τα χέρια. Ντουμπλ-φας (φοριέται και το μέσα έξω) και αντιανεμικό, ανάλογα βέβαια με την ποιότητα της κατασκευής.

Κάποτε πολύ της μόδας, μετά υποβιβάστηκε σε πιο καγκούρικη επιλογή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές ενενήντα. Έως τα μέσα των 90's, απ' όσο θυμάμαι, είχε περιπέσει πια σε ανυποληψία ή έστω, σε χρήση ως το μπουφάν των μαστόρων πάνω στο γιαπί.

Ξεχωριστή ιστορία έχει το φλάι για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ (π.χ. βλ. εδώ). Στην θύρα 4 όσοι είχαν φλάι το φορούσαν ανάποδα, με το πορτοκαλί του απ' έξω. Ήταν μια περίοδος που στην Βόρεια Ελλάδα το φλάι ανάποδα είχε φτάσει να σημαίνει για τον καυλοπιτσιρικά την στολή της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης με χαρακτήρα καταδρομικής: κατάληψη, πενταήμερη, τσαμπουκάδες με άλλα σχολεία και τέτοια.

  1. Από εδώ:

Δηλωνω δημοσιως οτι μετανιωνω οικτρα για οσες φορες εχω χλευασει τα φλαϊ και αυτους που τα φορανε. Σημερα ειδα το This is it κι ο Μαϊκολ φοραγε ολη την ωρα ενα φλαϊ. Κανονικο. Πορτοκαλι απο μεσα και με τα ολα του.

  1. Από εδώ:

θυμάμαι κερκιδα παοκ να φορανε ολοι fly.. και στα γκολ τα γυρναγανε στα πορτοκαλι ολοι :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα πανέμορφη, ρομαντικά απρόσιτη, και αιθέρια έως εύθραυστη, που αν το καμάκι είχε πίστες, αυτή θα ήταν άνετα η τελική μάνα. Λέγεται συνήθως με ένα τσικ ειρωνείας.

Ο όρος οφείλεται ίσως στην Κατερίνα Γώγου, η οποία τον χρησιμοποίησε σ' έναν στίχο στο «Ιδιώνυμο» (1980), και είναι η παλιότερη καταγραφή του που κατάφερα να βρω. Σε κάθε περίπτωση, χάρη σ' αυτόν το στίχο είναι που έχει διαδοθεί όσο έχει διαδοθεί, αν και με μάλλον απλοποιημένη και πιο συγκεκριμένη σημασία σε σχέση με τη χρήση του στο ποίημα.

Σύγκρινε: θεά / θεογκόμενα, λίλιαν, μπιμπελό, πλάσμα

  1. Η μοναξιά...
    δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
    της συννεφένιας γκόμενας.
    Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
    κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
    και στα παγωμένα μουσεία.
    Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
    και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
    μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
    Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
    βοϊδίσιο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
    κι ασορτί εσώρουχα.

(Κατερίνα Γώγου, «Ιδιώνυμο» 24, διατηρημένη ορθογραφία)

  1. Η Θάλεια πήρε τα απάνω της, όπως πάντα σαν ελατήριο και λάμποντας μεταμορφώθηκε από 60άρα γκρίζα ενός γλυκού μουντού φθινοπώρου στην συννεφένια γκόμενα, ξανθιά, που ήταν πάντοτε, φωνάζοντας: «Ο». (από ιστολόι)

  2. — Λες, δηλαδή, ότι οι ρόλοι των δύο φύλων πρέπει να είναι διακριτοί.
    — Nαι, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει τον άντρα ν' ανακαλύψει τις «θηλυκές» του πλευρές –την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την κατανόηση, ας πούμε–, ούτε και τη γυναίκα ν' αναπτύξει χαρίσματα που θεωρούνται αρσενικά, όπως ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα. O «πολλά βαρύς» άντρας και η «συννεφένια γκόμενα» δεν πολυφοριούνται πια ως μοντέλα. Nομίζω ότι και τα δύο φύλα είναι αρκετά ώριμα γι' αυτή την υπέρβαση. (από συνέντευξη του Μαρκουλάκη εκεί)

  3. γουστάρω να σε βλέπω να σε γονατίζει έτσι η ζωή που πας να απαρνηθείς σαν την πρώτη συννεφένια γκόμενα με καυτό σορτσάκι :-) (από ιστολόι)

  4. Στα φοιτητικά χρόνια, συνέχισα σταδιακά να παχαίνω. Γύρω στα 20 χρόνια μου είχα φτάσει τα 125 κιλά ενώ κάπνιζα δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και έπινα πάρα πολύ αλκοόλ όπως κάθε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη που σέβεται τον εαυτό του! Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει. Π.χ. όλη η παρέα γελούσε μαζί μου γιατί πάντα τους τραβολογούσα σε απόμερες παραλίες το καλοκαίρι. [...] Όμως και πάλι σε γενικές γραμμές, περνούσα μια χαρά. Προφανώς είχα καταλάβει πως δεν με κοιτάνε οι συννεφένιες γκόμενες της σχολής ή ότι δεν μπορώ να κάνω «καμάκι» μέσα σε ένα μπαράκι με μεγάλες πιθανότητες, όμως και δεν είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί τύχαινε πάντοτε να έχω μεγάλες και σταθερές σχέσεις. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει κάμποσες τρίχες στο στέρνο του και παραπάνω, ήτοι ερωτικό χαλί, το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη, γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ ένα πράμα. Πρόκειται για hommage στον (κατά πολλούς) γενάρχη του ελληνικού μπάσκετ Νίκο Γκάλη, του οποίου η θρυλική εϊτάδικη κίτρινη φανέλα (για τον Άρη μιλάμε όχι για βάζελους) άφηνε να φαίνεται το ερωτικό χαλί του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν ένα από τα μυστικά του Γκάλη στο σκοράρισμα, γιατί ο αντίπαλος αμυντικός σιχαινόταν να κάνει άμυνα. Σημειωτέον, ότι οι τρίχες του γκάλη που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι και ιδρωμένες.

Επίσης, είναι άτομο που θυμίζει πολύ τα ένδοξα έιτηζ, για τον οποίο βλ. τα λήμματα γκάλης κούπερ και εϊτίλα.

Πάσα: Vikar.

- Πιάσε τρίχα!... Είναι γκάλης ο μπούστης...

(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πρώτα KAWASAKI GPz με τα ολόσωμα φέρια από τα μέσα της δεκαετίας του '80, μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το συγκεκριμένο μηχανάκι θύμιζε «καρχαρία» για αυτό και το τσούκλι. Βέβαια, με τον καιρό το συγκεκριμένο προσωνύμιο, κόλλησε σε όλα τα GPz, με αποτέλεσμα, λέγοντας τώρα καρχαρία, να αναφερόμαστε σε όλα τα GPz πέντε χρόνια πριν και πέντε χρόνια μετά από την διακοπή παραγωγής του καρχαρία. Αυτά έχουν οι μύθοι.... Απλώνουν...

Α! Για μηχανές (με τα σημερινά στάνταρ για «σκοτώστρες») μιλάμε.... Και συγκεκριμένα για την GPz 550, και την GPz 900. Άφθονο γκάζι, μηδέν φρένα.

-Άκουσα ότι η Kawasaki, θα βγάλει πάλι τον καρχαρία...
-Το άκουσε και ο θείος μου και άρχισε να μας λέει πάλι τις ιστορίες. Το σήκωνε λέει το συγκεκριμένο μηχανάκι στον Άλιμο, και το 'ριχνε στο Σούνιο.
-Καρχαρίας είναι, παραλιακά τον πήγαινε..

(από Μάγιστρος, 25/05/10)(από Μάγιστρος, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει τα μαλλιά του καρέ, κούρεμα που συνηθιζόταν στους άντρες κατά τα τέλη της δεκαετίας των έιτιζ ('80s) και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των νάιντιζ ('90s), του 20ού αιώνα (να μην τα ξαναλέμε!).

Υπήρχαν ποικίλα είδη καρέ, που κυμαίνονταν από το κάπως πιο μακρύ «καπελάκι» (γκοφρέ ή κοφτό), μέχρι το ίσιο μακρύ μαλλί που κάλυπτε όλο το σβέρκο και περίσσευε ελαφρά κάτω από τη γνάθο. Συχνά άφηναν να μακρύνουν μόνο οι τρίχες που ξεκίναγαν από το πάνω μέρος του κεφαλιού, με τις εσωτερικές να είναι ξυρισμένες με την ψιλή. Έτσι, όταν έπιανες κότσο το μαλλί, αναδυόταν περήφανα το κατά το ήμισυ ξυρισμένο κρανίο σου.

Τα κουρέματα τύπου καρέ συνήθιζαν κυρίως οι καστανοί και ξανθοί άντρες, υπήρχαν όμως και σε μελαχρινή βερσιόν.

Αν και εκ πρώτης όψεως πούστικο ως κούρεμα, εκείνη την εποχή χαρακτήριζε τους τύπους που θεωρούνταν ταυτόχρονα τρέντυ και ποθητοί γκόμενοι.

Συνώνυμο: καρές, (πληθ.) καρέδες

Τον βλέπεις εκείνο τον καρεδάκια; Έχει ένα γκομενάκι σκέτη καύλα, αλλά άκουσα ότι της ρίχνει πολύ ξύλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στυλ μαθητών, που μοιάζουν με Γαρδέλη. Κοπάνα από σχολείο, η τσάντα στον ώμο και μηχανάκι.

Πάλι ρόδα, τσάντα και κοπάνα ο Σταμάτης σήμερα. Αλλά με ένα γκομενίδι στην πλάτη του μούρλια!

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα για Κεντέρη και Θάνου! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified