Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει άνθρωπο με μεγάλα αφτιά.

Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Άνδρας με γενειάδα, πλούσια χαίτη και ξερακιανός. Λέγεται συνήθως για νεαρούς αγρότες που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με γενικότερο ατιμέλητο και απλοϊκό ντύσιμο.

Ακούγεται συχνά στην Πελοπόννησο, που ανήκει άλλωστε και η Πηνεία του νομού Ηλείας, όπου τέτοιοι τύποι είναι αρκετά διαδεδομένοι. Πιθανόν να προέρχεται όμως από παραφθορά της φράσης εκ πενίας βασιλεύς, δηλαδή ο φτωχός βασιλιάς που αναφέρεται στις γραφές.

- Είδες το Σπύρο που ήρθε από την Αθήνα να γίνει αγρότης; Μπράβο του...
- Τι «μπράβο του» ρε μαλάκα, που ωραίο παιδί ούτε γκόμενα, έχει αφήσει και κάτι μούσια, σαν τον Χριστό της Πηνείας κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι παρτάλι, ο ανισόρροπος, ο ό,τι να 'ναι, ο παρασάνταλος (συνηθίζεται να λέγεται στο νομό Ηλείας-Βάρδα).

Τάκης: - Ρε ζώον, τι φοράς εκεί, το ένα παπούτσι κόκκινο, το άλλο πράσινο;;;
Θέμης: - Ντάξει μωρέ και τι έγινε;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).

Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.

-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα Artisti Italiani δεν είναι ιταλική, όπως αφήνει να υπονοηθεί ο τίτλος της, αλλά από επιχειρηματίες που εκκινούνται από το χωριό «Γαργαλιάνοι» της Μεσσηνίας. Οπότε η έκφραση είναι για μαϊμούδες προϊόντα, με και καλούα ονόματα, που στην πραγματικότητα όμως είναι φάση Γαργάλατα.

- Αγόρασα ένα καταπληκτικό φόρεμα Γκούτσι...
- Ή Πούτσι και Artisti Gargaliani;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μελανιά. Έκφραση Καλαματιανών.

Χτύπησα στο ποδόσφαιρο κι έκανα μια τεράστια μπλαβινιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.

- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλός και άχαρος άνθρωπος, ειδικότερα γυναίκα (εύχρηστο στον νομό Ηλείας, από το ομώνυμο λατινογενές ουσιαστικό που δηλώνει το παράπηγμα του τσοπάνη...).

- Πόσο ξελόντζα αυτή η γκόμενα, ρε γέροι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified