Ο ωραιοπαθής.
Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).
Ο ωραιοπαθής.
Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).
Got a better definition? Add it!
Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).
Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα
Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).
Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.
Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ
-Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
-για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
-game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
-χαχαχα ΕΔΩ
θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ
Got a better definition? Add it!
Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.
Got a better definition? Add it!
Ντύσιμο μεθοδέ, που περιλαμβάνει κοστούμι με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Με αρκετή φαντασία θυμίζει το ομώνυμο πτηνό, όπου το άσπρο περιβάλλεται από το μαύρο κάνοντας έντονο κοντράστ, και όπου τα πτερύγιά και η πλάτη του είναι μαύρα, ενώ άσπρη είναι η κοιλιά και το στήθος. Πρόκειται για ένα ντύσιμο κυριλέησον για επίσημες εμφανίσεις, αλλά μάλλον συντηρητικό, καθώς το έντονο κοντράστ είναι αρκετά άκαμπτο.
Got a better definition? Add it!
Άλλη μια λέξη για την κολλημένη με την θρησκεία θεούσα γυναίκα. Από το σήμα κατατεθέν - τα μαλλιά της δεμένα κότσο· με πιο ελεύθερη κόμμωση αποκαλείται γλαρίνα.
Got a better definition? Add it!
Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.
Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!
Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.
Got a better definition? Add it!
Πωλούνται σε μαγαζί που πας να προμηθευτείς φρου-φρου κι αρώματα, δηλαδή τσιμπιδάκια, χτένες, στρας, σκιές, μάσκαρα, ψεύτικες βλεφαρίδες, όζες, εξτένσιον, φτιασίδια, γενικώς σύνεργα καλλωπισμού και μούνεργα στην υπηρεσία του αξιώματος: "δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν".
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.
Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.
♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫
1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ
Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;
Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα
..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»
Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.
Got a better definition? Add it!
O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.
Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.
- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.
(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified