Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι όλα αυτά τα e-mail που έρχονται απρόσκλητα και από άγνωστο αποστολέα κουβαλώντας διαφημίσεις, παραπλανητικές πληροφορίες που σκοπό έχουν να πείσουν τα κορόιδα-παραλήπτες να κάνουν κάτι για το οποίο ύστερα θα τραβάνε τα βυζιά τους (π.χ. να στείλουν τον αριθμό της πιστωτικής τους κάρτας), ή ακόμα και ιούς.

Ως σπαμ βέβαια θα μπορούσαμε να ορίσουμε και όλα αυτά τα e-mail που μας κάνουν forward μαζικά διάφοροι γνωστοί επειδή βαριούνται στο γραφείο. Εμείς βέβαια τα διαγράφουμε κατευθείαν, διαβάζουμε όμως και κανένα μια στις τόσες μήπως και μας ρωτήσουν αν τα λαμβάνουμε...

Η λέξη spam είναι διεθνής στην διαδικτυακή αργκό και προέρχεται από ένα παλιό σκετς των Monty Python στη θρυλική σειρά Monty Python's Flying Circus (βλ. βίντεο).

  1. (άσχετη χαζογκόμενα κάνει τα παράπονά της σε κάποιον που κάνει υπομονή μπας και πηδήξει)
    - Άσε, μου κόλλησε ιό το κομπιούτερ! Δεν ξαναβάζω πειρατικά Windows!
    - (Τι μαλακίες ακούω!) Μήπως άνοιξες κανένα spam και κόλλησες τον ιό;
    - Όχι, τα Windows φταίνε σου λέω!
    - Υπάρχει μια εφαρμογή για αυτές τις περιπτώσεις...
    - Ναι; Ωραία!
    - Πάμε σπίτι σου να σου την περάσω;

  2. (Από την Ελευθεροτυπία)
    Ο ιός «ζόμπι» που έχει εισβάλει κρυφά στον υπολογιστή σας δεν είναι ανθρωποφάγος. Βρίσκεται ήδη μέσα στην ηλεκτρονική διεύθυνσή σας (e-mail) και με όλη του την άνεση στέλνει ανέξοδα χιλιάδες διαφημιστικά σκουπίδια, γνωστά και ως σπαμ (spam).

  3. (Από συνάντηση μελών του slang.gr σε καφετέρια. Έρχεται Πακιστανός να πουλήσει διάφορα παντελώς άχρηστα πράγματα.)
    (Πακιστανός) Θέλει αγοράσει;
    (dik) Όχι άλλο spam!!

Βλέπε και σπαμαρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified