Στην αργκό των ηχοληπτών και κατ’ επέκταση και των μουσικών, κιλό είναι η ελληνοποίηση του κιλοβάτ (kilowatt). Με αυτήν μετριέται η ενέργεια το ήχου που βγάζει ένα συγκεκριμένο σύνολο εξοπλισμού (ενισχυτές-ηχεία κλπ).

Είναι αρκετά μεγάλο μέγεθος και γι’ αυτό συνήθως αναφέρεται σε ηχητικές εγκαταστάσεις για συναυλίες. Για να γίνει κατανοητό, η πηγή μου αναφέρει, σαν μέτρο σύγκρισης, ότι για μία μουσική σκηνή για έντεχνα και λαϊκά σε χώρο 350 ατόμων ο ήχος είναι 2,5 - 3 κιλά.

Η λέξη, όπως πληροφορεί ο Τριανταφυλλίδης, είναι αντιδάνειο μέσω της γαλλικής από το πρώτο συνθετικό χιλιο- (π.χ. χιλιόγραμμο, kilogramme).

- Για να καταλάβεις, στα σκυλάδικα δουλεύουν με πολλά κιλά. Για να μην καταλαβαίνει ο κόσμος μουσικές, παιξίματα, φωνές και τέτοια, να ξεσηκώνεται και να πετάει λουλούδια. Μόνο η μπότα σ’ ένα σκυλάδικο που ξέρω και μόνο πάνω στο πατάρι έχει ένα κιλό!
- Νταχάου τελείως για τους μουσικούς ε;
- Κουφοί κατεβαίνουν από κει πάνω. Στις συναυλίες είναι ανάλογα με την μπάντα.
- Δηλαδή;
- Ας πούμε, εντελώς τυχαία τώρα για την Ελλάδα, ο Ιωαννίδης παίζει με λίγα κιλά, κάτι U2, κάτι Scorpions που κλείνουν βέβαια και δεκαπλάσιους χώρους βάζουν τα κιλά με τους τόνους, κυριολεκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζουράς.

Νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Έχει μανίκι και κεφαλάρι μπουζουκιού αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι.

Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι' αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει την θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα.

-Ωραίο νταλγκά το γαμημένο το μισομπούζουκο. Άλλη φκιάξη.

μισομπουζουκο (από iwn, 05/11/10)

Ο ορισμός του τζουρά από την Βικιπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχουμε φτιάξει το τρίφυλλο...ναι; Έχουμε μαζί μας και πρέζα. Σαλιώνουμε λοιπόν το τσιγάρο και του ρίχνουμε πάνω πρέζα! Η πρέζα κολλάει. Και το κανονικό χαρτάκι Rizla που έχουμε χρησιμοποιήσει, έχει γίνει πλέον πρεζόχαρτο!

Βλέπεις ένα μπάφο με άσπρη σκονίτσα κολλημένη πάνω του; Μπάφος με πρεζόχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «προβολέας παρακολουθήσεως», ο προβολέας δηλαδή που εκπέμπει ισχυρή και συγκεντρωμένη δέσμη φωτός. Χρησιμοποιείται σε διάφορες σκηνές θεαμάτων (θέατρο, συναυλίες, τσίρκα κλπ) για να φωτίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης, δίνοντάς του έμφαση, ιδίως κάποιον πρωταγωνιστή.

  1. Από εδώ:

Όταν πρωτοήρθε το «Holiday on Ice» στην Αθήνα δούλεψα ως μεταφράστρια του αρχιφωτιστή. Κάποια στιγμή άρχισα να χειρίζομαι η ίδια το κεντρικό «κανόνι». Φώτιζα τους πρωταγωνιστές. Μαγεία!

  1. Από εδώ (εμπορικός κατάλογος):

Προβολέας παρακολουθήσεως (κανόνι) 2000W, 5,5° - 12°, 1 με condenser φακό & ρυθμιστή Focus & Zoom (soft & hard), διακόπτη on-off, ίριδα, Shutter 4 μαχαιριών, [...]

(από patsis, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων τα κανονικά ρούχα που φοράει μια λικνιτζού, όταν δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας, για να περιφέρεται (εν υπηρεσία) με τα ξυλοπόδαρα και τον κορδονούρη.
Συμβαίνει πού και πού μια στριπτητζού να έρθει στο ευαγές ίδρυμα σε χρόνο ανύποπτο (τουλάχιστον από φραπεδικής απόψεως) και τότε δεν φοράει τα ρούχα της δουλειάς (ρούχα είναι σχήμα λόγου). Τότε ο στρηπτιτζόφιλος συνήθως τρώει ήττα, βλέποντας το ίνδαλμά του να αποδομείται.

Trivia: Ο όρος δεν είναι και τόσο ανοίκειος, μια και στην βυζαντινή περίοδο και Τουρκοκρατία «πολιτική» ονομαζόταν η εταίρα, η «κοινή». Και σήμερα βέβαια η πολιτική είναι πουτάνα κι οι πολιτικοί τσάτσοι, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα...).

-Πήγα χτες στο κλαμπ κι είδα την Τζέσικα με πολιτικά. Δεν δουλεύει πια εκεί, λέει, αλλά ήρθε να χαιρετήσει κάτι φίλους. Άσε έφαγα μεγάλη ήττα! Τελικά αν δεν δεις την γυναίκα άβαφη το πρωί, δεν μπορείς να την εκτιμήσεις σωστά!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο τραπέζι πίστα. Λέγεται και έτσι διότι ακουμπάς το πόδι σου στη πίστα και φαίνεται η κάλτσα.

- Φίλε μας βρήκες καλό τραπέζι;

- Τι να σου λέω τώρα ρε φίλε σε έφτιαξα πρώτο μάγκα. Το καλτσάτο σου ΄χω!

Βλ. επίσης πρώτο τραπέζι κάλτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά αναφέρεται και στη χορευτική ομάδα που συνοδεύει τον τραγουδιστή που εμφανίζεται σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης.

Πήγα χθες στο Σάκη και το μπαλέτο ήταν φανταστικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό υποκοριστικό τση δωροδοκίας, άκα: λαδώνω, φακελάκι, miesens, γρηγορόσημο. Το δωράκι απενοχοποιήθηκε από τον αείμνηστο σοσιαληστή οραματιστή Ανδρέα όταν μάλωνε πατρικά τον αυτομιζοδοτούμενο τότε διοικητή τση ΔΕΗ Μαυράκη με το ιστορικό:

«Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…» (εδώ)

Πολύ νερό πέρασε κάτω από το καυλάκι έκτοτε, αλλά το δωράκι παραμένει σταθερή αξία για τον σύγχρονο τσιφτετέλληνα.

1.
Το φακελάκι πάει... σύννεφο στην Ελλάδα, καθώς, το 11% των ερωτηθέντων Ελλήνων παραδέχεται ότι έδωσε «δωράκι» σε γιατρούς και προσωπικό, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

2.
Διευκρινίζω, προς άρση παρεξηγήσεων, ότι θεωρώ ηθικά 100% κατακριτέο το λάδωμα των 500€ (ερασιτεχνική κατηγορία), το δωράκι των 25.000€ (κατηγορία ημι-επαγγελματική), τη μίζα των 14 εκατομμυρίων € (κατηγορία premier league, κύριος Κάντας) και τη διαρκή μιζοδότηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων € (κατηγορία Champions League ή, αλλιώς, Άκης).

3.
Παρόλη την άθλια κατάσταση που επικρατεί στα οικονομικά μας ,οι σχολές οδηγών και οι εξεταστές ΣΤΗΝ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ακόμη ζητούν μίζες για να πάρεις το διπλωμά σου και το αποκαλούν με την κωδική ονομασία ¨ ΔΩΡΑΚΙ ¨...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified