Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.
-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...
Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.
-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...
βλ. και στενή, καγκελλαρία, κάγκελο, πλεχτό
Got a better definition? Add it!
Το πλύσιμο των πιάτων και γενικότερα, κάθε αγγαρεία.
- Εγώ ήλθα να κάνω την πρακτική μου, να εκπαιδευτώ, να μάθω κάποια πράγματα, όχι να κάνω μόνο λάντζα! (ταιριάζει σε μαθητευόμενους τεχνίτες, νοσηλευτές, ειδικευόμενους ιατρούς, δικηγόρους που κάνουν την πρακτική τους κλπ.)
Got a better definition? Add it!
Ότι μιλάμε για κομάντο που έχει σχέση με το υδάτινο στοιχείο είναι σίγουρο. Δεν μιλάμε όμως για άτομα που υπηρετούν στις Ο.Υ.Κ (ομάδα υποβρυχίων καταστροφών), ούτε για βατραχανθρώπους.
Μιλάμε υποτιμητικά για ντισκ τζόκεϊ που έχουν πάρει ως κομάντα, επ' ώμου το πλύσιμο, όγκων από δίσκους, λαμαρίνες, σκεύη, κλπ στα μαγειρεία των στρατιωτικών μονάδων κατά την υπηρεσία τους εκεί, καθώς και στα υπαίθρια στρατιωτικά μαγειρεία στην περίοδο ασκήσεων.
Επειδή το αναφερόμενο πλύσιμο εντάσσεται στα πλαίσια της αγγαρείαςτων μαγειρείων, η λέξη είναι συνυφασμένη και με οτιδήποτε άλλο αφορά την αγγαρεία αυτή (π.χ: καθάρισμα ζαρζαβατικών, κουβάλημα καζανιών, κόψιμο ψωμιών, σκούπισμα χώρων, κλπ).
Η λέξη αποκτά μεγαλύτερη σημασία, όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι συχνά χωμένασ' αυτό το άθλημα.
Διακρίνουμε την περίπτωση όπου:
1) Παρατηρείται πως κάποιοι προτιμούνται έναντι κάποιων άλλων. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις μονάδες, όπου η παρατυπία σε σχέση με τα κέντρα πάει σύννεφο.
Ενώ τα κριτήρια επιλογής του κομάντο βασίζονται στην τεχνική, στην αντοχή και στην εμπειρία, τα κριτήρια επιλογής νεροκομάντο, διαφέρουν «λιγάκι».
Κριτήρια επιλογής νεροκομάντο:
α) οι νεότεροι προτιμώνται έναντι των παλαιότερων
β) Ύπαρξη βύσματος
γ)Κονέ με τη μάνα του λόχου, η με άλλους στρατιωτικούς που έχουν τοποθετηθεί σε κρίσιμα πόστα.
δ) Άτομα που δεν θεωρούνται τόσο χρήσιμα στην ειδικότητά τους (π.χ:στο λόχο διοικήσεως, φεύγει ο οδηγός για έκτακτο δρομολόγιο και τρώει χωσίμπα ένας άλλος).
2) Λόγω ανεπάρκειας αριθμού στρατευμένων σε κάποια μονάδα, οι στρατευμένοι πήζουν συχνά πυκνά στα μαγειρεία (π.χ: έφυγε μια σειρά και δεν έχει ακόμα μπει η επόμενη).
- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Νεροκομάντο στα μαγειρεία. Έχω να φάω ...το πήξιμο πάλι.
- Πάλι στη Βιλαρίμπαε; Πολύ συχνά σε χώνουν ρε φιλαράκι.
- Άσε έχω σαλτάρει. Κάθε λίγο και λιγάκι ή ίδια ιστορία. Μου 'ρχεται να πάρω άδεια απ' τη σημαίακι ας με βγάλουν λιποτάκτη. Νισάφι πια!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα αστυνομικός. Προφανώς από την μπλε στολή.
-Με πήγανε στο στρουμφοχωριό, τρία στρουμφάκια και μια στρουμφίτα.
-Ο μπαμπα-στρουμφ ήταν εκεί;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.
«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.
Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).
Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τεχνική που χρησιμοποιούμε για να καθαρίσουμε (να σφουγγαρίσουμε κ.λπ.) έναν χώρο, ρίχνοντας με ορμή πολύ νερό και ελπίζοντας ότι έτσι θα παρασυρθούν όλα και ο τόπος θα λάμψει με την μικρότερη δυνατή προσπάθεια.
Προϋποθέσεις βέβαια είναι τα νερά να καταλήγουν κάπου για να στραγγίζουν και να μην τρομπάρουμε τόσο πολύ, ώστε να εφαρμόσουμε το σύστημα πάνω σε ευαίσθητα πατώματα, ανάμεσα στα έπιπλα κ.λπ.
Εκτός και αν, βέβαια, βρισκόμαστε στις τάξεις του ένδοξου Ε.Σ., από όπου και μάλλον ξεκίνησε η έκφραση, και το πήξιμο πάει σύννεφο, οπότε ζμπούτσαμας κι αν φουσκώσουν καρεκλοπόδαρα και λοιπά δημόσια είδη.
Μεταφορικά, η έκφραση χρησιμοποιείται για τον τρόπο διαχείρισης μιας κατάστασης που δηλώνει μαζικές και αποφασιστικές κινήσεις, φουλ επίθεση σε όλα τα μέτωπα, αντί για ήπια προσαρμογή (σ.ς.: μπρρρ...) και διπλωματία.
- Καλά ρε σειρά, ο υπόδικας είναι μαλάκας ή γιωτάς ; Δεν καταλαβαίνει ότι δεν την παλεύουμε κάστανο έτσι πίπα κώλο εμπλοκή που μας πάει; Τι του καύλωσε τώρα να καθαρίσουμε τις αποθήκες;
- Θα έρθει ο τάξμαν και φιλάει παντόφλα ο μαλάκας. Μην τρελαίνεσαι φίλε, θα εφαρμόσουμε το σύστημα-πλημμύρα και τέλος, σιγά μην ασχοληθούμε παραπάνω.
Ανέλαβε η γυναίκα καθήκοντα και βρήκε ένα υπουργείο μπουρδέλο. Οι υπάλληλοι είχανε καλομάθει και την γράφανε κανονικά, οι προμηθευτές είχανε γίνει κώλος και βρακί με τους ελεγκτές, το ταμείο είχε να καταμετρηθεί από του Αγίου Πούτσου ανήμερα... Τα πήρε στο κρανίο και τους εφάρμοσε το σύστημα-πλημμύρα. Τι χέρι τους έβαλε, τι πειθαρχικά, τι μεταθέσεις, τι δελτία τύπου... Μέχρι και εισαγγελέα έφερε για να καθαρίσει το τοπίο. Γκόμενα με αρχίδια, εντελώς.
Got a better definition? Add it!
Στο Ναυτικό, σε ναυτιλιακή, στο δημόσιο, όταν έχεις βάρδια.
Για να τονίσει την κατάσταση (πχ. ΣΚ μέσα κλπ.) χρησιμοποιείται και σαν Βαρδής Βαρδινογιάννης, Βαρδακαστάνης, Βαρδάρης κλπ.
- Αύριο είσαι έξω;
- Όχι είμαι Βαρδής, μαλακία.
Με έχωσε πάλι το γίδι, Βαρδής Βαρδινογιάννης το ΣΚ.
Got a better definition? Add it!
1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.
Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.
Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)
2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).
Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ
Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ειρωνική/χιουμοριστική φράση συνώνυμη του «Όλα βαίνουν καλώς» ή «Όλα Καλά». Το χιουμοριστικό οφείλεται στο ομοιοκατάληκτον. Η ειρωνεία από την άλλη, έγκειται στο αυστηρά μιλιταριστικό/απολυταρχικό πνεύμα της φράσης και μάλιστα από δυο πηγές:
Το Τευτονικόν της φράσης που φέρνει στο νου βηματισμό χήνας, άψογη προσσσσ’χή! και αναφορά του Obersturmfuhrer στον SS Λοχαγό Karl-Heinz Frachten von Zipper.
Τη χρήση της λέξης Kommissar. Ως επίσημος τίτλος στην Ρωσία (комисса́р), μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο (πολιτικός) Κομισάριος ήταν υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος, ισόβαθμος του Διοικητή σε στρατιωτικούς σχηματισμούς με αντικείμενο τον έλεγχο του στρατού από το Κόμμα (ένα είναι το κόμμα!). Καμία διαταγή του Διοικητή δεν δινόταν αν δεν είχε προηγηθεί έλεγχος και έγκριση από τον Κομισάριο. Όπως είναι αντιληπτό, ο Κομισάριος ήταν ο φόβος και ο τρόμος παρέα με την KGB και το στρατιωτικό της αδελφάκι, την GRU.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η κανονική χρήση της γίνεται για να δηλώσει αναγνώριση του αδιαμφισβήτητου κύρους του παραλήπτη και τον (σχετικό) φόβο προς την εξουσία του, πλην όμως στην περίπτωση μας, «with a twist» που λένε και οι Αγγλοσαξώνοι.
Η χρήση της φράσης λοιπόν εντοπίζεται κυρίως στα εξής:
Κοινωνικά
Με ανάλογη διάθεση ως απάντηση σε αίτημα/ερώτηση φίλου:
Χιουμοριστικά
- Τι έγινε ρε φίλε, ξεμπέρδεψες με τις εξετάσεις;
- (με ευχαρίστηση): Alles klar Herr Kommissar!
Ειρωνικά
- Πήρες ρε μαλάκα κανά παγωτό; Λιώσαμε απ’ τη ζέστη.
- Alles klar Herr Kommissar. Με βανίλια Μαδαγασκάρης και στους -2 βαθμούς κελσίου για το αφεντικό…
Προς έτερον ήμισυ
- Μωρό μου, τάϊσες τον σκύλο; έβαλες πλυντήριο; πλήρωσες τη ΔΕΗ; κανόνισες το φροντιστήριο του μικρού;
- Alles klar Herr Kommissar. Όλες οι δουλειές καπούτ.
Επαγγελματικά
Αν γνωρίζονται καλά και υπάρχει καλή/φιλική σχέση, ο υφιστάμενος το χρησιμοποιεί ως απάντηση σε περιπτώσεις όπου ερωτάται από προϊστάμενο για την εξέλιξη κάποιας ενέργειας ή έργου:
- Γιώργο τι έγινε με την παραγγελία του Μητσάρα;
- Alles klar Herr Kommissar. Ολοκληρώθηκε και έφυγε σήμερα το πρωί.
Αν οι σχέσεις δεν είναι καλές, η φράση χρησιμοποιείται στο κρυφό ως μπινελίκι:
- Δημητρίου ακόμα να τελειώσεις τις διορθώσεις;
- Είναι 1500 σελίδες κ. Διευθυντά και μου το δώσατε πριν 30 λεπτά…
- Δεν έχει σημασία παιδί μου. Ως στέλεχος πρέπει να είσαι αποδοτικός και ταχύς.
- (sotto vocce): Alles klar Herr Kommissar, κλαπαρχίδι. Εγώ φταίω που σταμάτησα την Γραψαρχιδίνη…
- Τι είπες παιδί μου;
- Τίποτα, τίποτα…
Προς την Εξουσία
Συνήθως στο χαμηλόφωνο, εκτός αν θέλεις να προκαλέσεις την μήνιν του βλαχαδερού με την εξουσία. Στην περίπτωση των στρουμφακίων είναι βέβαια οξύμωρο καθώς η φράση στην Γερμανική είναι σχεδόν κυριολεκτική («Μάλιστα ή όλα καλά κύριε Αστυνόμε») και δηλώνει ευγένεια και συμμόρφωση προς τας εντολάς:
- Άδεια, δίπλουμα, ασφάλεια (στου χαντάκ)…
- Alles klar Herr Kommissar…
- Ποιόν είπις Κλαρ ρε χουλιγκάνε; Ακολούθα με στου τμήμα για να μαθ’ς να βρίζεις…
Για την ίδια χρήση υπάρχει και το: Γιαβόλ μαιν Κομαντάντ στο Δημόσιο Πρόχειρο (σλανγκασίστ)
Έμμεση σλανγκασίστ: ironick (βλ. σχόλια εδώ).
Εξ’ ολοκλήρου χρήση της φράσης στο χιτ του 1982 “Der Kommissar” (το μήδιον είναι θαύμα αισθητικής 80s) του μακαρίτη Falco.
Ως ανωτέρω.
Got a better definition? Add it!