Further tags

Κομάντο στο οποίο έχει απονεμηθεί η πουλάδα του αλεξιπτώτα, το μόνο στρατιωτικό διακριτικό που σχεδόν πάντα εμπνέει ανομολόγητο έστω ρησπέκτ, σε στρατόκαυλους και μη.

Ανεβαίνοντας την τροφική αλυσίδα των πουλαδερών, συναντάμε τους βατραχοπολαδερούς (με θαλάσσιες πτώσεις), τους αστεροπουλαδερούς (με 30 πτώσεις) και τους δαφναστεροπουλαδερούς (με 90 πτώσεις).

Ασίστ: Ο Άλλος, Φώτης Νιτσιοπουλαδερός, costasl.

  1. - Κι εγώ ρε παιδιά πολύ θα ήθελα να γίνω πουλαδερός βάτραχος αλλά δεν γινεται να μου στείλουν τα διακριτικά στό σπίτι;
    (εδώ)

  2. - ακουσον ακουσον...οχι απλα κρουσμα ξυλοδαρμου-απειθαρχιας...αλλα ενας βατραχοπουλαδερος μπηκε σε ναυτικη βαση και πακετωσε εναν απλο ναυτη (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το ψάρι που τρέφεται και ζει στον πάτο (πυθμένα) της θάλασσας (πάτος + ψάρι --> πατόψαρο), σε αντίθεση με το αφρόψαρο που ζει κοντά στην επιφάνεια (αφρό) της θάλασσας (βλ. παράδειγμα 1).

Ακολουθώντας κατά γράμμα την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, τα πατόψαρα σταδιακά ανέβηκαν από τον βυθό και μάλιστα, περπατώντας στη στεριά, ευδοκίμησαν στα κλειστά οικοσυστήματα των στρατοπέδων. Σε ακόμα χειρότερη μοίρα από τους κοινούς ψάρακες, αφού η φυσική θέση των πατόψαρων είναι να σέρνονται στον πάτο, συναντώνται σε χρώμα χακί ή παραλλαγής (patopsarus piximus), λευκό (patopsarus vysmaticus) ή μπλε (patopsarus modistrus).

Διακρίνονται από τον λίγο καιρό που έχουν στον στρατό, από την πλήρη άγνοιά τους για το πώς λειτουργούν τα πράγματα εκεί (ή αν λειτουργούν εν γένει), από τις συχνές ερωτήσεις στους παλιούς και την ευπιστία στις απαντήσεις των τελευταίων, από το συχνό τους ψάρωμα, από την προθυμία/ευσυνειδησία τους (που στον στρατό δεν βγαίνει σε καλό) και από την ελλιπή ανάπτυξη των τομέων του εγκεφάλου που αφορούν στη λούφα και τη σπαρίλα.

Είδος κοινότατο, είναι γνωστό στην Ελλάδα και ως ψάρι, ψαρούκλα, ψάρακας, ψαράς, κωλόψαρο, ποντίκι, ποντικαράς, αρούρι, στραβάδι, γκαβάδι/γκάβακας, γιόκας, νέος, νέοπας, νιάτο, πουστόνεο, γκάου-μπίου.

  1. (από εδώ)
    «Ως τώρα, όπως λένε και οι ίδιοι οι ψαράδες, συναντούσαν νεκρά αφρόψαρα. Όμως τώρα μιλάμε πια για “πατόψαρα”. Ψάρια που τρέφονται και ζουν στον πυθμένα, τσιπούρες, λυθρίνια, λαυράκια κλπ. Άρα σημαίνει ότι η αιτία βρίσκεται στο βυθό και στον πυθμένα. Επισημαίνουμε για μια ακόμα φορά την μόνιμη απειλή του Μαλιακού[...].»

  2. (από εδώ. Όλο το κείμενο τα σπάει!)
    «Με την άφιξη στη μονάδα του Β. Έβρου αρχίζει ουσιαστικά η στρατιωτική θητεία, γιατί μέχρι τώρα ήσουν σε υβριδική μορφή: ψάρι με ουρά ποντικού ή ποντικός με λέπια, είναι θέμα γούστου. Το τελευταίο το συνειδητοποιείς τις πρώτες μέρες στο λόχο με την ευγενική αρωγή των παλιών (θα πήξεις πατόψαρο!). Πως είναι η ζωή στη μονάδα; Εγερτήριο στις 6, με τις φωνές του οργάνου, του θαλαμοφύλακα και ενίοτε και του (ταχυδρόμου) ΑΥΔΜ: «Έλα η φρουρά!», «Σε 3 λεπτά η φρουρά φεύγει!», «Έλα για καθαριότητες!», «Όποιος δε σηκωθεί είναι αναφερόμενος. Όχι τώρα, ΤΩΡΑ!» και άλλα συναφή.»

  3. (από εδώ)
    «[...]Επίσης προσπάθησε να αποφύγεις όσο μπορείς τη φρασεολογία των φαντάρων. Δεν την παλεύω, πουστόνεο, πατόψαρο, βεντούζα, ρούφα το τρομπόνι και ό,τι με τόση χαρά επικαλούνται ο LLNEO και ο KeyserSoze κάθε τρεις και λίγο. Απλώς διαιωνίζουν την μαλακία του στρατού και σε κουράζουν-τραυματίζουν ψυχολογικά.»

  4. (από εδώ)
    «Α και φρικ, μην είσαι ψαράς όπως κάτι πατόψαρα 301 που πέτυχα στο ΚΤΕΛ που πήγαιναν για ΣΕΤΤΗΛ μετά το ΠΣΚ. Που λέγαν για στρατονομίες, στολές εξόδου στις μεταθέσεις κι έτσι. Σαν άνθρωπος να πας όταν έρθει η ώρα και αν ξέρεις πως είναι προβλεπέ ο δίκας, φόρα την στολή λίγο πριν μπεις στο στρατόπεδο.»

Να μερικές τσιπούρες στο στάδιο της μετάλλαξης για πατόψαρα στρατού ξηράς, όπως φαίνεται από το πράσινο χρώμα που παίρνουν. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια της βιολογικής και όχι μόνον παρακμής του Ανδρέα Παπανδρέου, η σύζυγός του Δήμητρα άκα Μιμή Λιάνη ουσιαστικά κυβερνούσε το Ελλαδιστάν.

Μιμίκοι αποκαλούνταν τα άτομα του στενού της περιβάλλοντος που διορίζονταν σε παχυλά αμειβόμενες αργομισθίες σε τράπεζες, ΔΕΚΟ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο όρος έχει πλέον ιστορική και μόνον αξία.

Βλ. και ντοράκηδες.

- Τον είδες τον νέο διευθυντή; Έρχεται κάθε μέρα στις 12, πίνει το φραπέ του, ξύνει τα αρχίδια του για κάνα δίωρο, και μας πουλάει και μούρη από πάνω!

- Μιμίκος είναι, τι περιμένεις! Να δούμε τι άλλα φρούτα θα φάμε στην μάπα…

(Πραγματικός διάλογος σε διάδρομο της Εμπορικής Τράπεζας, circa 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτί που πιστοποιεί στον Ελληνικό Στρατό την πλήρη αχρηστία κάποιου πράγματος και σε βοηθάει να το ξεχρεωθείς (αφού τα πάντα στο στρατό είναι χρεωμένα σε κάποιον).

Από τα αρχικά των λέξεων Πέραν Οποιασδήποτε Επισκευής (ΠΟΕ).

Αποθηκάριος: Κύριε Διοικητά αυτές οι αρβύλες είναι για πέταμα!
Δίκας: Καλά, πήγαινε στο ΛΥΠ να σου βγάλουν ένα πεόχαρτο.
Απ: Μάλιστα κ. Διοικητά!
Δικ: Αλλά μετά μην τις πετάξεις! Κράτα τες στην αποθήκη μήπως χρειαστούν!*

*Εναλλακτικά: Βάλτες στο φορμπαγκάζ μου! (είναι γνωστοί γύφτοι οι καραβανάδες)

Δες επίσης τα λήμματα βγαίνω ΠΕ, Π.Ε.Ε./ B.L.R., FUBAR, χτυπάω μπιέλα και τις σχετικές συζητήσεις στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοαρχαία σλανγκ λέξη συνώνυμη με τη φυλάκα, τη στενή, την ψειρού ντε!

Συγγενεύει με την λέξη μπουζουριάζω. Καμία σχέση με τα μπουζούκια βεβαίως-βεβαίως.

Θυμάσαι κάτι τσαντάκηδες που είχανε ρημάξει την Καλλιθέα; Ε, τους πιάσανε και τώρα είναι στη μπουζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την υπηρεσία επικαλούνται, αγανακτισμένοι - ή, επιζητούν την ίδρυση και λειτουργία της - στα σινάφια των μουσικών και τραγουδιστών, προκειμένου να τους απαλλάξει από τους ατάλαντους, άσχετους, φάλτσους, αριβίστες, καλαμπόρτζηδες, κακοφωνίξ συναδέλφους τους.

Πολύ καλαμπόρτσος ο κιθαρίστας. Όλο πράσινες παίζει. Αν υπήρχε μουσική αστυνομία θα τον είχε συλλάβει.

(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στανταρισμένη καθημερινή έκφραση μπάτσων κάθε συνομοταξίας εν ώρα εκτέλεσης μάχιμου καθήκοντος.

Αν αναφέρεται σε άτομο, σημαίνει πως είτε αυτό δεν είναι σταμπαρισμένο σαν ύποπτο για κάτι, απλώς βρίσκεται στο πεδίο δράσης του οργάνου, είτε πως δεν αποτελεί τον κύριο στόχο.

Αν αναφέρεται σε αντικείμενο, τόπο, κατάσταση, σημαίνει πως δεν έχει θεωρηθεί, καταγγελθεί ή καταχωρηθεί σαν κλεμμένο, επικίνδυνο, ύποπτο, άξιο επιτήρησης, επιθεώρησης, παρακολούθησης.

1. - ...Η Αναΐς τσιμπουκώνει στέρεο Μπόλεκ και Λόλεκ πίσω από κάδους Μεγαλέκου-Κολοκυνθούς. Όβερ.
- Δεν απασχολεί.
- Πάκης τσουρνεύει Αλβανό τουρίστα Τζέισον-Κεραμικού. Όβερ.
- Μην καρφώνεσαι!! Δεν απασχολεί!! Εσύ, την αποστολή (το φελέκι μου για νέοπα γαμώ!)
- Διπλοπαρκαρισμένο βανάκι αδειάζει παστωμένα ξανθά πιπίνια Κολωνού-Αγησιλάου. Όβερ.
- Δεν απασχολεί. Εσύ, την αποστολή!
- Μοντέλα δίνει χαλαρά κοκό σε μπέμπα και τσιμπάει μωβ μασούρι Αη Κώτσου και Μενάνδρου. Όβερ.
- Χέσ’ το βαποράκι! Δεν απασχολεί! Εσύ, την αποστολή!
- Ζαλωμένος Νιγηριανός σιντάκιας πουλά Κυνόδοντες και Χούλιες-2 Ζήνωνα – Κεραμικού. Όβερ.
- Μπίνγκο αγορίνα μου!! Μπαγλάρωσέ τον τον μπινέ που θα μου κάνει την Ομόνοια Ταχρίρ μη χέσω!! Στέλνω ενισχύσεις!!


- Ενημερώνω: Όλα υπό έλεγχο! Όβερ!
- Εύγε όργανον! Και κοίτα: κράτα τον Κυνόδοντα και φέρε ‘δω τις Χούλιες, είναι αποδεικτικά στοιχεία.

2. ...Φίλε, μπορεί να πήγε και να το έλεγξε κάποιο όχημα της ασφάλειας, όποτε δεν το κατάλαβες, και να εξακρίβωσε μέσω τερματικού ότι το όχημα δεν απασχολεί, οπότε από εδώ και πέρα, αφού είναι εγκαταλειμμένο, αρμόδια είναι η δημοτική αρχή. (αναφέρεται σε καταγγελία πολίτη για πιθανώς κλεμμένο όχημα)

(Από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified