Further tags

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο bölük που σημαίνει στρατιωτικό τμήμα, άγημα - όχι απαραίτητα ατάκτων.

Η λέξη έχει ενσωματωθεί στα Ελληνικά προ αιώνων και έχει προσλάβει πολλές σημασίες. Κοινός παρονομαστής είναι η έννοια του πλήθους, και ειδικότερα του ασύντακτου πλήθους. Αλλά υπάρχουν και διαφορές στη χρήση της λέξης, συχνά λεπτές. Έτσι, μπουλούκι μπορεί να είναι:

  • Ένα τμήμα άτακτων οπλοφόρων - κλέφτες κι αρματολοί, αντάρτες κλπ. Αυτή η σημασία είναι παλιά και η πλησιέστερη στα τούρκικα. (Παρ.1)
  • Μια συντεχνία, συχνά αλλά όχι απαραίτητα, περιοδεύουσα - π.χ. τα συνάφια των μαστόρων της πέτρας που αναζητούσαν δουλειά από χωριό σε χωριό ήταν οργανωμένα σε μπουλούκια με επικεφαλής τον μπουλουκτσή (Παρ.2 & 3)
  • Ένας περιοδεύων θεατρικός θίασος - απο κλασικό ρεπερτόριο έως βαριετέ και τσίρκο, για την ιστορία του πράγματος δες εδώ (Παρ.4 & 5)
  • μια παρέλαση μασκαράδων που τραγουδούν και χορεύουν, ειδικά στα καρναβάλια της Δυτικής Μακεδονίας - οι σχολές της σάμπας στη βλάχικη έκδοση τους, Μπούλες και δε συμμαζεύεται. (Παρ.6)
  • ένα κοπάδι ζώων - κυριολεκτικά (Παρ.7)
  • ένα απείθαρχο πλήθος, ένας θορυβώδης συρφετός - παραπέμπει και στο κοπάδι που άγεται και φέρεται και στους άτακτους οπλοφόρους που 'χουν το νου στο πλιάτσικο (Παρ.8)
  • ένα οποιοδήποτε μεγάλο πλήθος - δεν είναι απαραίτητο να κάνει φασαρία αλλά είναι ανώνυμο και συμπεριφέρεται ως αγέλη (Παρ.9)
  • μια ομάδα που δεν έχει σύστημα και τακτική - μπορεί να αναφέρεται σε ποδοσφαιρική ομάδα ή και στην κυβέρνηση της χώρας (Παρ.10 & 11)

Κοινή είναι και η έκφραση μπουλούκια-μπουλούκια - σημαίνει κατά κύματα (Παρ.12).

  1. Το 1811 πέφτει με προδοσία στα χέρια του Αλή πασά ο Κατσαντώνης, ο αετός των βουνών και της κλεφτουριάς. Και λίγα χρόνια αργότερα δολοφονείται και ο αδερφός του Λεπενιώτης και τα κλέφτικα μπουλούκια αναγκάζονται να προσκυνήσουν τον Αλή. (από το www.dimitrisvlachopanos.gr)

  2. Οι μάστορες κτίστες και πελεκάνοι συγκροτούνταν σε συντεχνίες, τα ονομαζόμενα «μπουλούκια», το τελος των οποίων σημειώνεται στη δεκαετία του '30. (από το http://www.vithos-voiou.org.gr)

  3. Δωδεκὰς λέμβων ἵστατο πλησίον τῆς ἀποβάθρας. Αὗται περιεῖχον τὸ πλήρωμα τῶν δυὸ μπουλουκιῶν, διότι ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς εἶχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι. (από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη 'Ο Σημαδιακός')

  4. Οσοι γνωρίζουν, στοιχειωδώς έστω, την ιστορία του ελληνικού θεάτρου γνωρίζουν την τεράστια συνεισφορά που είχαν στην εξέλιξή του τα μπουλούκια. Θεατρικές ομάδες που όργωναν τις εσχατιές της επαρχίας, φέρνοντας σε επαφή με το θέατρο τους απομονωμένους από τις εξελιγμένες μορφές τέχνης κατοίκους της ...
    Τα μπουλούκια έχουν πια πεθάνει και μαζί τους έχει πεθάνει μια αυθεντική σχέση των κατοίκων της επαρχίας με το λαϊκό θέατρο. (από το http://www.eksegersi.gr)

  5. (Το μπουλούκι - στίχοι και μουσική: Δ. Σαββόπουλος)

Με δύο δίφραγκα-δίφραγκα για τους μεγάλους
και δίφραγκο-δίφραγκο για τους φαντάρους
και τα παιδιά φτάσανε σήμερα-σήμερα, φτάσανε
λυγίζουν σίδερα-σίδερα τρώνε καρφιά.

Το μπουλούκι φεύγει
κι άρχισε να πέφτει η βροχή
ο δικός σου πόνος
στο κατώφλι μόνος
σαν σκυλί.

  1. Ετοίμαζαν τις φορεσιές τους με μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Ηταν το μόνο μέλημα τους και περιμένανε πως και πως τις Αποκριές.. Μάζευαν πολλά ασήμια, σιρίτια, στολίδια, κιουτσέκια (διπλές, τριπλές ασημένιες αλυσίδες) για να τα βάλουν στο στήθος. Την Κυριακή της Αποκριάς τα μπουλούκια αφού ντύνονταν με ευλάβεια στα σπίτια τους συναντιόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου μετά το σχόλασμα της εκκλησίας και αρχίζανε τις πατινάδες στους μαχαλάδες της πόλης όπου χόρευαν σε κάθε μαχαλά ο καθένας τον δικό του χορό με την σειρά. (από το http://www.dwdekatheon.org)

  2. Τα μπουλούκια των αιγοπροβάτων της κοπαδιάρικης κτηνοτροφίας με την μελωδική αρματωσιά τους ήταν ένα είδος ποιμενικής συμφωνικής ορχήστρας. Το ετερόκλητο μπουλούκι των ζώων της οικιακής κτηνοτροφίας (γελάδες, κατσίκες, φορτιάρικα, μανάρια, σκύλοι) που κάθε πρωί ξεχυνόταν στα χωράφια του Ευρυτάνα νοικοκύρη, ήταν μια εικόνα βουκολικής κομπανίας, η οποία τώρα μπήκε για καλά στο μουσείο. (από το http://www.evrytanika.gr)

  3. ΠΑΝΤΑ στα μέσα αυγούστου αποφεύγουμε τις εξής τρεις περιοχές:

1) Μύκονο
2) Μάλια Κρήτης
3) Ρόδο

Θα πέσετε σε όλο το μπουλούκι των βρωμοάγγλων που κάνουν ό,τι χειρότερο μπορείτε να φανταστείτε... (από το http://www.ischool.gr)

  1. Ατελείωτα… μπουλούκια σχηματίστηκαν τις τελευταίες μέρες στο ισόγειο του νομαρχιακού μεγάρου με τους ασφαλισμένους να προσπαθούν να θεωρήσουν τα βιβλιάρια Υγείας για τη νέα χρονιά. (από το www.epirotikosagon.gr)

  2. Ανεγκέφαλο ποδόσφαιρο. Πολλές σέντρες για το κεφάλι του Κωνσταντίνου και οι περισσότερες επιθέσεις μας συγκεντρώνονταν στο ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής. Ένα μπουλούκι ήταν όλοι. Κλωτσούσαμε την μπάλα όπου να ‘ναι, και εάν μπει γκολ, μπήκε. Σαν τον Ολυμπιακό προ πολλών ετών, προ Μπάγεβιτς. 9από το http://gavros.blogspot.com)

  3. Το μυώδες ύφος, ο γραβατωμένος λόγος, οι μεγαλοστομίες, μπορούν να ξεγελάσουν πολλούς, ιδιαίτερα αν η φερόμενη ως εναλλακτική λύση δεν έχει ακόμη καταφέρει να βρει το βηματισμό της. Με λίγη βοήθεια από πρόθυμους δημοσκόπους, και οι ρυτίδες της παρακμής θα κρυφτούν. Ωστόσο, το ερώτημα είναι ώς πότε μια κυβέρνηση-μπουλούκι και ένας πρωθυπουργός άβουλος, ψοφοδεής, χωρίς σχέδιο και με περιορισμένη αίσθηση καθήκοντος, θα ασελγούν επί της σοβαρότητος. (άρθρο με τίτλο Κυβέρνηση μπουλούκι, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/04/07)

  4. ... κάποια λεωφορεία είχανε έρθει για να φέρουνε τους εργαζόμενους στο κέντρο τη Αθήνας και μπουλούκια-μπουλούκια έβγαιναν από τα λεωφορεία, ανέβαιναν την Πειραιώς προς την Ομόνοια. Οπότε χώθηκα εγώ ανάμεσά τους λέω εργάτες είναι, ευκαιρία να φωνάξουμε κάτω η χούντα, αντίσταση ... (από συνέντευξη του δημοσιογράφου Γ.Βότση στην εκπομπή Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Η Άγνωστη Αντίσταση κατά της Δικτατορίας)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα νομικά πράγματα υπάρχει, ως γνωστόν (;) το Ενοχικό Δίκαιο. Κατά τη Βίκι, «ο όρος ενοχή χρησιμοποιείται στο Δίκαιο με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και μπορεί να σημαίνει

  • Ενοχή (Αστικό Δίκαιο): την υποχρέωση προς παροχή ή
  • Ενοχή (Ποινικό Δίκαιο): τον καταλογισμό μιας πράξης στον δράστη»

Εμείς όμως, που πάντα έχουμε τη φωλιά μας χεσμένη για κάτι, ενδέχεται να ανήκουμε στην κατηγορία των αυτομαστιγωνόμενων για τις αμαρτίες μας και να βουλιάζουμε από ενοχές για το παραμικρό αληθινό ή φανταστικό ατόπημά μας. Τότε είμαστε του ενοχικού, με την γιαλομική έννοια του πράγματος.

- Πάψε πια μωρέ! με ζάλισες, όλο «φταίω εγώ» και «φταίω εγώ»! κάνε κάτι αντί να κλαίγεσαι συνέχεια!
- Μη μου τα λες και συ από πάνω (σνιφ), αφού ξέρεις, τα ρίχνω όλα πάνω μου, τα παίρνω βαριά, και γω του ενοχικού είμαι...

Στράτος Λασκαρίδης, Δεν είμ\' ο ένοχος εγώ. (από patsis, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.

Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:

1. Διαχείριση σλανγκομανάδων

Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).

2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο

Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!

3. Επεξεργασία λημματολάσπης

Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»

4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών

Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.

5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων

Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλεχος είναι ο χαρακτηρισμός ενός εργαζομένου, τον οποίο η εταιρεία στην οποία εργάζεται τον έχει πιάσει κορόιδο ή κότσο.

Ως στέλεχος χαρακτηρίζει μια εταιρεία έναν εργαζόμενο όταν:

  1. Του δίνει ένα τίτλο τύπου manager και άλλες τέτοιες παπαριές,
  2. Τον αμοίβει με κατιτίς παραπάνω από το κανονικό της σύμβασης αλλά
  3. Τον φορτώνει με περισσότερες ευθύνες,
  4. Τον βάζει να δουλεύει 12ωρα και 15ωρα ή Σαββατοκύριακα και
  5. Δεν του πληρώνει τις υπερωρίες που δικαιούται.

Ο εργαζόμενος νιώθει μεγάλο στέλεχος = κορόιδο όταν διαπιστώσει ότι αν δούλευε σαν ένας απλός εργαζόμενος και πληρωνόταν τις υπερωρίες του και πιο πολλά θα έβγαζε και δεν θα τον πρήζανε τόσο και θα ήταν καλύτερα στην προσωπική του ζωή.

- Γιώργο , πήγα τώρα στον διευθυντή μου και του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και το άλλο σαββατοκύριακο στην δουλειά γιατί έχω κάποιες σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι δεν γίνεται να λείψω γιατί είμαι σημαντικό κομμάτι στην εταιρεία, ότι η εταιρεία έχει επενδύσει πολλά πάνω μου και άλλα τέτοια...
- Σε βλέπω και σε θαυμάζω. Μπράβο σου Γιάννη! Είσαι μεγάλο στέλεχος!
- Ρε σύ Γιώργο δεν κόβεις το δούλεμα που τα έχω πάρει στο κρανίο! Άντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκυμονούσα. Αντίστοιχα το χαβιάρι είναι η εγκυμοσύνη.

- Τι γίνεται ρε φίλε; Έμαθα ότι η Σουζάνα είναι χαβιαρωμένη. - Ναι, την είδα με μια κοιλιά να! Μπράβο ο Βασιλάκης, την έκανε πάλι την δουλειά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος -α δε λέει να παντρευτεί παρά το πέρασμα μίας πλειάδας Μαΐων από πάνω του / της, μπορεί να:

  • μην του / της έχει γίνει ακόμα το ανάλογο κλικ
  • έχει θέσει ψηλά τον πήχη για τις προδιαγραφές του / της συντρόφου
  • νιώθει πως εγκλωβίζεται σε ένα γάμο και να θέλει να ζει σαν ελεύθερο πουλί. Οπότε προκειμένου να προσφέρει στο σύντροφο του απλόχερα τις περικοκλάδες ως αποδημητικό πτηνό, προτιμά να μείνει ανύπαντρος
  • θεωρεί πως η καριέρα του περιορίζεται από ένα γάμο
  • μη θέλει να αναλάβει τέτοιες ευθύνες
  • μη νιώθει κατάλληλος για τέτοιο ρόλο
  • έχει συνηθίσει έτσι κλπ

Τότε μοιραία δέχεται πίεση από τους γονείς του προκειμένου να παντρευτεί και να μη μείνει στο ράφι. Η πίεση μπορεί να αυξηθεί όταν αυτός -ή ζει με τους γονείς του / της, όταν δεν έχει αδέρφια κι όσο οι γονείς μεγαλώνουν. Οι γονείς μπορεί να μηχανευτούν διάφορες μεθόδους για να τον / την παρακινήσουν, μεθόδους που προμοτάρουν τα καλά του γάμου και που μποϊκοτάρουν τα αρνητικά του μπάκουρου βίου.

Όταν όμως αυτός -ή τύχει και αντιληφθεί (σωστά ή λαθεμένα) πως πίσω από τα τεχνάσματα, το κύριο κίνητρο πίεσης έχει να κάνει με το γεγονός πως οι γονείς του ζηλεύουν που δεν έχουν ένα... δύο, χ εγγονάκια να ασχολούνται μαζί τους (όπως έχουν άλλοι κατά πολύ μικρότεροι τους), τότε αυτός αρχίζει να νομίζει (σωστά ή λαθεμένα), πως οι γονείς του / της, τον / την βλέπουν ως εγγονομηχανή (μηχανή που συμβάλλει στην παραγωγή εγγονών).

  1. - Άσε, πάλι χθες μου πρήξαν το κεφάλι για να παντρευτώ. Λένε πως είμαι τόσο χρονών γαϊδάρα και πως πρέπει επιτέλους να κάνω τη δική μου οικογένεια, να κάνω παιδιά κλπ κλπ...
    - Και τι τους είπες;
    - Τους είπα πως δε μ' απασχολεί προς το παρόν, πως έχω άλλες προτεραιότητες, πως δε γουστάρω σκλαβιά κλπ κλπ.
    - Ναι συνέχισαν το γνωστό τροπάρι, ε;
    - Ναι... Άστα, έχω αρχίσει να πιστεύω πως ο πραγματικός λόγος που με πρήζουν είναι... τα εγγονάκια. Με ρώτησαν όμως αν εγώ επιθυμώ να γίνω εγγονομηχανή;

  2. - Είσαι τόσο χρονών μαντράχαλος και είσαι ακόμα ανύπανδρος. Πότε θα παντρευτείς;
    - Ωχ....τα ίδια Παντελάκη τα ίδια Παντελή μου, άνοιξε το σλιπάκι μου και πιάσε το...
    - Τι λες ρες; Πώς μιλάς έτσι; Δε ντρέπεσαι;
    - Όχι.
    - Εγώ πάντως ντρέπομαι όταν μας ρωτάει η κάθε μια περμαθούλα αν παντρεύτηκες και δεν ξέρουμε τι να της απαντήσουμε. Μα να 'χουν όλοι οι γνωστοί μας εγγόνια και εμείς να μην έχουμε; Για πότε δηλαδή το βλέπεις πως θα μας χαρίσεις αυτή τη χαρά; Φύγαν τα χρόνια μας.
    - Τι να πω; Πάρτε παράταση. Η εγγονομηχανή μου πάντως έχει εγγύηση εφόρου ζωής.
    - Της δικής σου ζωής όμως. Όχι της δικής μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν ο DJ (ντι-τζέι), ή ολογράφως ο disc jockey (ντίσκ τζόκεϊ), σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι αυτός που επιλέγει και βάζει δίσκους σε ντισκοτέκ, σε μουσικές εκπομπές κλπ.

Αντιστοίχως ο TJ (τι-τζέι), ή ολογράφως ο telephone jockey (τέλεφον τζόκεϊ) είναι αυτός που επιλέγει να απαντήσει εναλλακτικά σε εισερχόμενες κλήσεις, είτε στην ίδια συσκευή, είτε σε διαφορετικές συσκευές, είτε στην κονσόλα τηλεφωνικού κέντρου κλπ επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα.

Οι συσκευές μπορεί να είναι είτε κινητές, είτε σταθερές (ενσύρματες ή ασύρματες), είτε συσκευές VoIP κλπ.

- Άσε, χθες γιόρταζα και τις απογευματινές ώρες με πήραν μαζεμένα δεκάδες άτομα. Κι ανάμεσα τους άτομα που είχα να τα ακούσω από πέρσι τέτοια μέρα. Από Βέροια, από Χάλκη, απ' όλη τη χώρα. Κι ήμουνα συνέχεια σε ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα κι έλα. Από το κινητό στο σταθερό... και τούμπαλιν. Και το μυαλο σέικερ. Να παίρνει σε dt άσχετα data από παντού. Στο τέλος της φάσης, δεν είχα μυαλό. Ρώσικη σαλάτα είχα.
- Εμ... τα 'χουν αυτά οι τι τζέι φίλε. Και πως συνήλθες μετά ρε εσύ;
- Με κρασοκατάνυξη μέχρι τελικής πτώσεως. Το...γιατρικό!!! Τώρα είμαι χάι κι όπου με πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified