Further tags

Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαπάτηση, το παραμύθιασμα: όταν σου πουλάνε φίδι κι εσύ το χάφτεις. Εκ του παπατζή, της επιτομής του φτωχομπινεδιάρη λαμόγιου.

Βλ. επίσης: παπάτζας, πουλάω παπά, διθυραμβική παπάτζα, παπατζιλίκι, παπατζού, χλιδοπαπάτζα, παπάτζαρχος, παπατζοχαύτης, παπατζεμένος, παπατζάρχης, παπατζαρχίδης, παπατζολόγος, παπατζέμπορας, και ταλιμπάν.

1. Πάντως παίζει πολλή παπάτζεμα στην αγορά, πολλοί προσπαθούν να πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

2. Εκτός και εισαι κανενα από τα τσιράκια που εχει ξαμολήσει για να παπατζωνει τον κόσμο σε όλα τα φαρμακευτικά σαιτ.

3. «Θα χρησιμοποιήσω μία έκφραση που μου έμαθε ο κ. Παναγιώταρος, κύριοι της Χρυσής Αυγής, είστε παπάτζες, παπατζήδες», είπε ο βουλευτής της ΝΔ, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον κίνδυνο που ελοχεύει από τον λαϊκισμό ορισμένων πολιτικών σχηματισμών.

(από σφυρίζων, 13/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή δολοφονίας ή / και απόκρυψης πτώματος διά της μετατροπής αυτού σε τοίχο, μάντρα, ντουβάρι, θεμέλιο, γουατέβα, με την ῥίψη σκυροκονιάματος.

Για επιθαλάσσιες παραλλαγές, βλ: τσιμεντένια παπούτσια, θα σε κάνω σουμπούτεο.

1. Άγρια δολοφονία στη Λούτσα: Τον σκότωσε και τον τσιμέντωσε κάτω από την τουαλέτα

2. «Τσιμεντωμένος» βρέθηκε βουλευτής στη Ρωσία. Εδω θέλει τσιμέντωμα ΟΛΗ η Βουλή.

3. Τοξικομανής «τσιμέντωσε» τον πατέρα του για να μη χάσει τη σύνταξη

4. Ιδού η γυναίκα που φέρεται να τσιμέντωσε το θύμα στο διακοφτό

Η τελευταία κατοικία του θείου. (από σφυρίζων, 23/05/13)Ο 36χρονος ρώσος βουλευτής Μικαήλ Πακχόμοβ (από σφυρίζων, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαπαχελληνική απόδοση του όρου cement shoes: τση μαφιόζικης μεθόδου εκτελέσεως διά του τσιμεντώματος ποδών σε κουβάδες και της ῥίψεως του συνημμένου θύματος (ζωντανού) στο απέραντο γαλάζιο όπου θα αναπαύεται εσαεί με τα ψάρια. Η φαμίλια του μακαρίτη στη συνέχεια θα παραλάβει ταχυδρομικά πεσκέσι ένα συμβολικό ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα.

Η πατρότητα της μεθόδου αποδίδεται στην οικογένεια Gambino. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα τσιμεντένια παπούτσια φορέθηκαν πολύ περισσότερο στο Χόλυγουντ απ' ότι στην πραγματικότητα (βλ. εδώ).

Ευρηματικότερα: θα σε κάνω σουμπούτεο, επιθαλάσσιο σουμπούτεο.

Ασίστ: Χότζας, Αλλιβέ.

1.
Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο.

2.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μπορεί να παραμείνει να απασχολείται στην αγροτική παραγωγή το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται τώρα ;;;;;;; Και να είναι αυτάρκεις ;;;;;;;;;;; Με τις εξής δύο προϋποθέσεις:
1.υποχρεωτικους αναδασμους και υποχρεωτική παράδοση της αγροτικής γης σε κατ επαγγελμα αγρότες
2.φουνταρισμα στην θάλασσα με τσιμεντένια παπούτσια όλων των οικολογουντων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική, ο διαιτητής έχει πιάτο την φάση όταν την βλέπει φάτσα κάρτα. Αυτό βέβαια δεν τον αποτρέπει από το να (σ)την σφυρίξει κατά το δοκούν. Μεγάλο χαρχίνωμα η διαιτησία στη χώρα μας, ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του.

1. Ο Αθηναίος ρέφερι είχε… πιάτο τη φάση και είδε πεντακάθαρα ότι ο παίκτης της Βέροιας και έσπρωξε και ανέτρεψε τον διεθνή αμυντικό...

2. Ο Σπάθας από την άλλη είναι αδικαιολόγητος. Έπρεπε να πάρει το σφύριγμα πάνω του και να επιμείνει στην αρχική του υπόδειξη. Στο πιάτο την είχε τη φάση.

2. Ο μη καταλογισμός του πέναλτι από τον Τριτσώνη στο Ατρόμητος - ΠΑΟΚ είναι τρανταχτό… φάλτσο, επειδή είχε στο… πιάτο τη φάση, ενώ το τράβηγμα της φανέλας είναι διαρκείας.

Χμού, ώρα να περάσω από το ΑΤΜ (από σφυρίζων, 13/05/13)(από allivegp, 14/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό. Με την εναλλαγή κυβερνήσεων, τα ιδιαίτερα οδοντωτά κομματόσκυλα-στελέχη κρατικών τραπεζώνε, ΔΕΚΟ και λοιπών παρακρατικών οργανισμώνε παίρνουν προαγωγή (συνήθως με κάποιο ανύπαρκτο διευθυντικό τίτλο τ. Διευθυντής Σχεδιασμού Αθιγγανικής Πολεοδομίας) και παροπλίζονται ως χρυσοί έφεδροι.

Οι εν λόγω λεβέντες παρκάρονται στα λεγόμενα ψυγεία, όπου εμφανίζονται φού και φού, σερφάρουν στο φατσομπούκι, ανεβάζουν κάνα λήμμαν στο σλανγκρρ, πίνουν φραπέ, ξύνουν τ' αρχίδια τους και κατά βάθος ανησυχούν μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν θέση με ευθύνες.

Το σουτ είναι εξόχως διφορούμενο: εκτός από «σουτάρισμα» υπονοεί και «τσίμπα την αργομισθία και μη λες πολλά-πολλά».

- Συγχαρητήρια Πέρι, έμαθα ότι προήχθης σε Διευθυντή Υποσαχάριων Μελετών στην Εθνική Τράπεζα.
- Πέρνα από το γραφείο μου στην Αιόλου να παίξουμε τάβλι.
- ΟΚ, θα φορέσω και παλτό μη πάθω καμιά ψύξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified