Further tags

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη χρηματιστηριακή αργκό, οι μετοχές που βγήκαν εκτός ταμπλό.

Παλαιότερα, πριν εμφανιστεί το Σ.Α.Τ. (Σύστημα Άυλων Τίτλων), οι μετοχές ήταν έγχαρτες. Που σημαίνει πως, αγοράζοντας π.χ. 100 μετοχές της ΕΤΕ, έπαιρνες τα αντίστοιχα χαρτιά. Αυτή η διαδικασία, εκτός από χρονοβόρα, ευνοούσε και την ύπαρξη «ψιλοκομπίνων». Δηλαδή μάζευε ο χρηματιστής 1.000 ΕΤΕ και κράταγε π.χ. για τον εαυτό του ή τον κολλητό του αυτές που πήρε φθηνότερα. Όταν κάποια μετοχή έβγαινε εκτός διαπραγμάτευσης, τα χαρτιά που είχες ήταν άχρηστα. Άρα μπορούσες να τα χρησιμοποιήσεις για να ντύσεις τους τοίχους του σπιτιού σου, εξ ου και «οι μετοχές έγιναν ταπετσαρία».

Τα τελευταία χρόνια το ΣΑΤ έλυσε αυτά τα προβλήματα, οι μετοχές πια δεν είναι έγχαρτες, αν κάποια βγει εκτός ταμπλό απλά χάνεις τα λεφτά σου, αλλά κάποιες εκφράσεις είναι old time classic.

- Γεια σου Μερόπη μου, τι κάνεις;
- Χάλια Τιτίκα μου, που να σ' τα λέω...
- Τι έγινε χρυσό μου;
- O Θανάσης...
- Τι ;
- O Θανάσης...
- E, τι ο Θανάσης;
- Είχε «πληροφορία» για μια μετοχή και την αγόρασε με δανεικά...
- Και;
- Τι και Τιτίκα μου; Έγινε ταπετσαρία...
- Μη μου πεις. Χοντρή ζημιά;
- 100.000 ευρώ.
- Γάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιατρονοσηλευτική αργκό, σκουλήκι είναι η σκωληκοειδής απόφυση και, κατ' επέκταση, η σχετική εγχείριση αφαίρεσής της.

Να σημειωθεί πως για τους «απέξω», η χρήση τέτοιων αργκοτικών εκφράσεων από γιατρούς και νοσηλευτές συχνά εκπλήσσει δυσάρεστα, καθώς προδίνει την αναισθητοποίηση των ανθρώπων αυτών που έχουν τον ανθρώπινο πόνο για επάγγελμα.

Φήμες λένε επίσης πως ορισμένοι γιατροί, για να κονομάνε, σου βγάζουν δήθεν ότι χρειάζεται αφαίρεση σκωληκοειδούς, όταν πας στο νοσοκομείο για κάποιο άλλο άσχετο λόγο.

- Τι είχες σήμερα; Κανένα περίεργο περιστατικό;
- Μπα, τίποτα. Δυο σκουλήκια μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επαγγελματική αργκό του ντηλάκια, χταπόδι αποκαλείται είδος τηλεφωνικής συσκευής που χρησιμοποιείται για τηλεδιασκέψεις σε ανοιχτή ακρόαση.

Χταποδιάρα γραμματέας: - Αχταπόδια, πού να τα βάλω;

Χταπόδι ρουμάνος: - Αστακοί, στο κόνφερενς ρουμ.

Μιλάμε για τέτοιο χταπόδι (από Vrastaman, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι το πεντακοσάευρο από το χρώμα του. Λέγεται κάργα από τραπεζοϋπάλληλους αλλά και γενικότερα.

Με μωβ (μόνο μωβ και τίποτα άλλο) λένε κυκλοφορούν κάποιοι πλουσίου, πχ Τζίγγερ.

- Παρακαλώ.
- Ανάληψη 4 χιλιάρικα.
- Ταυτότητα.
- ...
- Έχω μωβ και κατοστάρικα, σε τι τα θέλετε ;
- Δώμου 2 μωβ και τα υπόλοιπα πράσινα.

(από perkins, 07/07/10)

Δες ακόμη: καφετί, κίτρινα, γιοφύρι, πράσινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προικιά όπως μάλλον θα γνωρίζετε, είναι (ήταν αν προτιμάτε) το σύνολο των εσωρούχων, ρούχων, σεντονιών, υφασμάτων, πλεκτών, πετσετών, τραπεζομάντηλων και λοιπών αντικειμένων, που η νύφη έπαιρνε από τη μάνα της με το που αποχωριζόταν το πατρικό σπίτι.

Στην καγκουροσλάνγκ τώρα «προικιά» αποκαλούνται τα μαμίσια ανταλλακτικά, που έχουν αντικατασταθεί με aftermarket.

Για να το κάνω λιανά, στους μη κάγκουρες δίνω παράδειγμα. Είμαστε στο 2002, όπου φραγκάτος σαραντάρης κάγκουρας αγοράζει το θηρίο που λέγεται hayabusa. Σε μία εβδομάδα βγάζει τις μαμίσιες εξατμίσεις (τα δύο τελικά), και βάζει yoshimura (λιανική τιμή 2.000 ευρώ) μονό τελικό που δίνει 1457 ντεσιμπέλ παραπάνω, και slim look. Μετά, επειδή δεν του κάθεται το πίσω φτερό οπότε το αφαιρεί και βάζει ένα πιο μικρό aftermarket. Οι μαμίσιες εξατμίσεις, όπως και το μαμίσιο φτερό (αχρησιμοποίητα σχεδόν), αν δεν πουληθούν, κρύβονται στην αποθήκη. Μετά από διετία, ο κάγκουρας βαρέθηκε το hayabusa, και γουστάρει το δεκατεσσάρι της kawasaki. Οπότε πουλάει το θηρίο, όπως είναι (με τις αλλαγές), και με, ή χωρίς τα προικιά της (αν είναι με, συμβαίνει όπως ακριβώς με τις νύφες).

Συνήθως τα προικιά εμφανίζονται στη μεταπώληση, και κάποιες φορές ο όρος αναφέρεται και στο σύνολο των αξεσουάρ (μαμίσια αλλά και aftermarket), που δεν φοράει την συγκεκριμένη στιγμή η μηχανή (για παράδειγμα ένα σετ μπαγκαζιέρες, μία μεγάλη ζελατίνα -παρμπριζ για ταξίδια ή μια κουκούλα προστασίας από την βροχή).

-Πόσο πάει το πριόνι;
-8.000. -Πολλά... Βρίσκω με 7 χιλιάρικα το ίδιο...
-Όχι και το ίδιο. Έχε υπόψη σου, είναι καθαρό, κι έχει πάνω του της παναγιάς τα μάτια. Acrapovic, φίλτρο ελευθέρας, σωληνάκια υψηλής, καρίνα και σίδερα. -Ναι, αλλά τα extra, δεν τα πληρώνεσαι στη μεταπώληση.
-Δεν τα πληρώνεσαι καινούρια, αλλά για να τα βάλεις καινούρια πάει πάνω από δύο χιλιάρικα, και όπως βλέπεις, η παραπάνω αξία είναι ένα χιλιάρικο από την τιμή της αγοράς. -Ναι ρε φίλε, γιατί να δώσω τα παραπάνω, ενώ εγώ δεν γουστάρω τον πολύ θόρυβο;
-Η τιμή είναι με όλα τα προικιά της. Σου λέω είναι ευκαιρία. Άμα γουστάρεις βάζεις τα μαμίσια. Πάρτο, δεν θα χάσεις.
-Έτσι λέει ρε φίλο!!!! Μάλλον θα το κλείσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καυσόξυλο χαρακτηρίζεται ένα μουσικό όργανο, στις περισσότερες περιπτώσεις έγχορδο (όπως κιθάρα, βιολί κλπ.), που συνδυάζει κακή ποιότητα κατασκευής με κακής ποιότητας υλικά, παράγοντες που επηρεάζουν εξίσου τον παραγόμενο ήχο, την άνεση στο παίξιμο, αλλά και τη μακροζωία του οργάνου.

Οι επενδύσεις σε καυσόξυλα, κατεξοχήν πιο φθηνά σε κόστος, ασχέτως χώρας προέλευσης ή κατασκευής, πραγματοποιούνται τόσο από αρχάριους παίκτες, όσο και από πιο έμπειρους ή προχωρημένους, οι μεν επειδή δεν επιθυμούν να τα σκάσουν χοντρά όντας αρχάριοι, οι δε επιλέγουν να επενδύσουν στο φτηνό όργανο με την προοπτική της αναβάθμισής του από άποψη επιμέρους εξαρτημάτων (π.χ. αλλαγή ηλεκτρικών και μαγνητών στα ηλεκτρικά όργανα), που εν τέλει κοστίζει πιο φθηνά από την αγορά ενός κομπλέ οργάνου, συν τ' ότι επιτρέπει στον εκτελεστή να πουλήσει άποψη.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως ο ευθύς εξαρχής χαρακτηρισμός ως καυσόξυλο ενδέχεται να είναι εξαιρετικά υποτιμητικός για ένα όργανο, που μπορεί μετά από χρόνια παιξίματος να αναδείξει έναν τελείως διαφορετικό ηχητικό χαρακτήρα, καθώς τα όργανα παρουσιάζουν πολύ συχνά ιδιότητες αντίστοιχες με αυτές των παλιών κρασιών: όσο πιο παλιά, τόσο πιο καλά (χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κανόνα).

  1. Απλώς απ' οτι έχω καταλάβει για έναν αρχάριο ΒΙΟΛΙΟΥ που να μην θέλει καυσόξυλα πρέπει να δώσει1000-1500 ευρώ(για καινούργιο όργανο-μεταχειρισμένα λιγότερο). (Εδώ)

  2. Ζούμε στον αστερισμό της Τσέχας φίλτατε. Τσέκαρε εδώ, θα βρείς κάτι αρκετά καλύτερο σ'αυτά τα λεφτά (ίσως λίγο παραπάνω αλλά πιστεύω αξίζει). Η κιθάρα του Alex pak είναι καυσόξυλο στην καλύτερη, οπότε αν θες ν'ασχοληθείς καλύτερα πάρε κάτι που θα κρατήσει παραπάνω και θα παίζει αξιοπρεπώς. (Εκεί)

  3. Να ξαναθυμίσω εδώ οτι αναζητείται μπουζουξής. Αν θέλετε λαϊκά, καλό θα είναι να φέρετε και κάποιον φίλο σας με το μπουζούκι του (εγώ έχω ένα αλλά είναι καυσόξυλο). (Παραπέρα)

!!!! (από Mr. Cadmus, 27/08/10)(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πάμπολλες θεωρίες για την προέλευση της χαρακτηριστικής κοιλότητας που έχουν ορισμένες φιάλες κρασιού στο πάτο:

Αυτά βέβαια ισχυρίζονται κουτόφραγκοι οινολόγοι του κώλου που όταν εμείς κάναμε βακχικά αζμπέτε εκείνοι επιδίδονταν στην αυτοκοπροφαγία.

Μόνο το Ελληνικό σλανγκικό δαιμόνιο αφουγκράστηκε το raison d'être του περί ου ο λόγος βαθουλώματος και το εσλάνγκιξε «κλέφτη». Και για όποιον δεν κατάλαβε, πρόκειται για αποτέλεσμα λαμογιάς του κάθε καργιόλη εμφιαλωτή που θέλει να μας πουλήσει λιγότερο κρασί!

- Το «βαθούλωμα» στο οποίο αναφέρεστε - και το οποίο πολλοί ονομάζουν και «κλέφτη» - έχει πολλαπλούς ρόλους, διαφορετικής όμως σημασίας μεταξύ τους.
(εδώ)

- Μπουκάλι κρασιού 750ml. Διαφανές ή πράσινο. Με «κλέφτη» ή χωρίς. Συσκευασία: Κιβώτιο 12 τεμάχια. Τιμή: €7,68 (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατασκευή που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια διαφήμιση. Αποτελείται από έναν λεπτό στύλο, ύψους συνήθως λίγο μεγαλύτερου από το ανθρώπινο, πάνω στον οποίο στηρίζεται ένα επίμηκες πλαίσιο με δύο όψεις και την μεγάλη του διάσταση κάθετη στο έδαφος (τυπική διάσταση 1,30x2,00m). Μέσα στο πλαίσιο αναρτάται ο χάρτινος φορέας της διαφήμισης, προστατευόμενος από διάφανο plexiglass.

Προφανώς μοιάζει με ρακέτα (γαλλ. requette <ιταλ. racchetta <αραβ. rahat, βλ. ραχάτι, αδιευκρίνιστη η σχέση). Η λέξη είναι στάνταρ όρος του κλάδου.

Ρακέτες συνήθως μπαίνουν στα διαχωριστικά διαζώματα των οδών, (φυσικά παράνομα) και συνήθως πολλές-πολλές, η μία μετά την άλλη για το εφέ της επανάληψης. Βρήκα και μια αναφορά ότι ρακέτες τοποθετούνται επί του εδάφους και όχι σε στύλο, κάτι που μάλλον αφορά «καταχρηστική» χρήση του όρου.

  1. Από εδώ:

Ορισμένοι δόλιοι λένε ότι αυτή η διαφημιστική ρακέτα που εικονίζει η παρακάτω φωτογραφία να έχει καταλάβει όλο το πλάτος του πεζοδρομίου στο Ν.Ηράκλειο Αττικής είναι νόμιμη! Πρόκειται περί παγίδας θανάτου. Πάνω σε τέτοια “ρακέτα” [...]

  1. Από εδώ:

Τα υπόλοιπα που υπάρχουν σήμερα τύπου piza, είτε πλαίσια, είτε μπαριέρες, είτε ρακέτες, είναι σε χώρους σύμφωνα με τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις με τις διαφημιστικές εταιρείες. Μάλιστα έχουμε υποχρεώσει τις εταιρείες αυτές [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified