Further tags

Ο γερανός που χρησιμοποιείται σε μεταφορικά πλοία.

Η λέξη προέρχεται απο την αγγλική crane.

-Χάλασε το κρένι και θα κάνουμε δέκα ώρες να φορτώσουμε...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η συσκευή πυρόσβεσης που τοποθετείται στο ταβάνι και σε περίπτωση φωτιάς ψεκάζει τον χώρο με νερό, τα γνωστά μας sprinklers. Πρόκειται για ναυτικό όρο.

- Γάμησε τα, μου 'πε ο μάστορας οτι πρέπει να ξηλωθεί όλο το ταβάνι για να μπούνε τα τζιφάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεροσταλλάκτης (υδρορροή) στο κάτω μέρος ενος ξύλινου παραθύρου. Έχει εκλείψει πλέον.

-Δεν θα πιστέψεις τι έπαθε ο Μάκης. Έσκαβε πίσω στο κήπο και ξεκόλλησε το μπουγιουντρούκι απ' το παράθυρο του πάνω ορόφου και του 'σκασε στο κεφάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του «Φεύγω», «Την κάνω», κ.τ.λ. Ακούγεται συνήθως σε μεγάλες αντροπαρέες της Κοζάνης. Η μπλαντέζα είναι συνήθως το τελευταίο εργαλείο που μαζεύει κανείς όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του. Εναλλακτικά ακούγεται και το: «Άντε να μάσουμε τα εργαλεία»

-Μαλάκες τι κάνουμε βαρέθηκα.
-Τη μπαλαντέζα μαλάκες πέρασε η ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Παρουσιάστρια πρωινής εκπομπής στην τηλεόραση.

- Α... Την ξέρω ρε συ! Αυτήν την πρωινατζού δε λες;

(από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της μαιευτικής που χαρακτηρίζει το υγιές μωρό, του οποίου το κλάμα μοιάζει με νιαούρισμα γάτας.

(Στο μαιευτήριο, χαζομπαμπάς στην μαία:)
- Ποιό είναι το δικό μου;
- Το νιαούρι με τα ροζ, στο βάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αργκό του χρηματιστηρίου. Υποδηλώνει την πώληση μεγάλης ποσότητας κάποιας μετοχής, με σκοπο το ξεφόρτωμά της.

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. (=Αυτός που πούλησε και ξεφορτώθηκε είναι και αυτός που έχει το χρήμα που δεν χάνεται από υποαξίες.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified