Φάρμακο χωρίς καμία δράση.
- Με τρώει το δάχτυλό μου, τι να βάλω επάνω:
- Παπαριζόλ σε σπρέυ!
Φάρμακο χωρίς καμία δράση.
- Με τρώει το δάχτυλό μου, τι να βάλω επάνω:
- Παπαριζόλ σε σπρέυ!
Got a better definition? Add it!
Ο αναισθησιολόγος.
Από την φούσκα (σάκκο ABU) με την οποία αερίζουν (σπρώχνουν αέρα στους πνεύμονες) τους αρρώστους.
-Εγώ χασάπης είμαι, δεν είμαι φουσκαδόρος.
Got a better definition? Add it!
Το φάλτσο, η λάθος νότα (κυρίως σε συμφραζόμενα ελληνικής λαϊκής μουσικής).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δουλεύει σε ορυχείο, ο μάινερ.
- Τι καινούριο χόμπι είναι αυτό του Γιώργου... Αηδία, σκαλίζει τη μύτη του συνέχεια!
- Nαι, το παίζει και καλά ορυχός... Ρώτα τον αν έχει αποφέρει τίποτα!
Got a better definition? Add it!
Η ψυχολόγος, η ψυχαναλύτρια, η ψυχίατρος, η σύμβουλος κλπ.
Τά 'μαθες; Η Αλίκη χώρισε και τρέχει τώρα σε μια ψυχού να το ξεπεράσει.
Got a better definition? Add it!
Το πλύσιμο των πιάτων και γενικότερα, κάθε αγγαρεία.
- Εγώ ήλθα να κάνω την πρακτική μου, να εκπαιδευτώ, να μάθω κάποια πράγματα, όχι να κάνω μόνο λάντζα! (ταιριάζει σε μαθητευόμενους τεχνίτες, νοσηλευτές, ειδικευόμενους ιατρούς, δικηγόρους που κάνουν την πρακτική τους κλπ.)
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.
Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.
Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.
Δες και σετ α λα μαμά.
Got a better definition? Add it!
Λαίλαπα είναι η καταιγίδα στα αρχαία ελληνικά. Πύρινη λαίλαπα είναι η πύρινη καταιγίδα, δηλαδή φωτιά που εξαπλώνεται γρήγορα.
- Ναι Νίκο, όπως βλέπουμε στο πλάνο, τίποτα δεν άφησε όρθιο η πύρινη λαίλαπα.
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά του βρυκόλακας + δράκουλας. Αναφέρεται σε πανάσχημο πρωταγωνιστή ταινιών τρόμου, αλλά και κατ΄επέκταση στον επαγγελματικό χώρο σε κάτι καρα-άσχετους και ψιλοάσχημους τύπους που θέλοντας να επιβληθούν έχουν δεσποτική συμπεριφορά.
Ωχ κρύψε τα ποτά από το γραφείο μην το πάρει πρέφα ο βουρβούλακας από μέσα και έχουμε τραβήγματα με τον μεγάλο.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.
Κλίνεται όπως ο νοματαίος.
- Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.
- 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.
Got a better definition? Add it!