Further tags

Κλέφτης ή κλεφτής αποκαλείται είδος αυτοσχέδιου αποστακτήριου στην ψειρού.

Η μαγκαϊβεριά αυτή αποτελείται από αντίσταση ηλεκτρικού ρεύματος που βράζει φρούτα μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά με νερό μέχρι να δέσει το τσίπουρο-μπόμπα των φυλακόβιων.

Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χειριστές κλέφτη (οι επονομαζομένοι και τσιπουράδες) τα έχουν κακαρώσει εν ώρα εργασίας (βλ. ρεπορτάζ).

  1. - Στις φυλακές Κορυδαλλού -και όχι μόνον, αφού τα οινοπνευματώδη ως γνωστόν απαγορεύονται- με τον επονομαζόμενο «ΚΛΕΦΤΗ» γίνεται το ναρκωτικό των φτωχών, που είναι ένα είδος αυτοσχέδιου τσίπουρου ή κρασιού. (εδώ)

  2. - κλέφτης: το αποστακτήριο όπου φτιάχνουν τσίπουρο.
    (Το γλωσσάρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά ακουστικά για διάφορες συσκευές αναπαραγωγής ήχου, κυρίως φορητές.

Δοκίμασα στο σ100 μου κάτι απλά ακουστικά τηε φιλιπς και είδα τρομερή διαφορά...βασικά δε περίμενα το σ100 να παίζει τόσο τέλεια μουσική...
αλλά αυτά που έχω η βάση τους έχει μια προέκταση και δε με βοηθούν καθόλου όταν φορώ κράνος.
οπότε ερχόμαστε στο ζουμί
ποια είναι τα καλύτερα ή έστω πολύ καλά ακουστικά ψείρες; έμαθα πολύ καλά λόγια για αυτά του ipod...
ευχαριστώ!
(από 'δω)

(από perkins, 19/09/10)(από protnet, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το post production, στην κινηματογραφική και τηλεοπτική γλώσσα, το στάδιο της παραγωγής που ακολουθεί μετά το γύρισμα. Αναφέρεται κυρίως στο μοντάζ και το μιξάζ (αν και περιλαμβάνει και πολλά άλλα όπως τη σύνθεση της μουσικής επένδυσης, τα ειδικά εφέ κλπ).

(πρρρτ!)
- Σόρρυ ρε Μήτσο! Μου ξέφυγε!
- Δεν πειράζει, συνέχει να παίζεις! Θα το κόψουμε στο ποστ.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Μακρύ κοντάρι που στην άκρη του φέρει ευαίσθητο κατευθυντικό μικρόφωνο και χρησιμοποιείται στην κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή για να συλλαμβάνει τις ομιλίες των ηθοποιών (αγγλικά: boom).

Ο χειριστής του ονομάζεται μπούμαν (αγγλικά: boom man) και μαζί με τον ηχολήπτη, ίσως από επαγγελματική ευσυνειδησία, είναι οι δύο πιο ήσυχοι άνθρωποι σε ένα πλατώ. Για το λόγο αυτό, όλοι τείνουν να παραβλέπουν ότι ο μπούμαν κάνει την πιο κουραστική δουλειά εκεί μέσα και τους κάνει μεγάλη εντύπωση όταν, μετά από ώρες γυρίσματος, έντασης και καυγάδων όλων των υπολοίπων μεταξύ τους, πετάει ξαφνικά κάτω το μπουμ και φεύγει βρίζοντας.

Στις ερασιτεχνικές παραγωγές δεν χρησιμοποιείται καθόλου μπουμ. Στις ημιερασιτεχνικές χρησιμοποιείται σκουπόξυλο.

  1. Οργισμένη κραυγή του σκηνοθέτη όταν παρατηρεί στο μόνιτορ το μικρόφωνο να εμφανίζεται δειλά στο πάνω μέρος του πλάνου.

Η κραυγή «μπουμ!» έχει ακριβώς την ίδια σημασία με το «κατ!».

  1. - Όταν πήγαμε για το γύρισμα στην Κρήτη ξεχάσαμε το μπουμ. Έστειλα τότε τη Σούλα σε ένα χρώματα-σιδηρικά να αγοράσει ένα από κείνα τα τηλεσκοπικά μαρκούτσια που έχουν οι μπογιατζήδες. Εντάξει, του έπεσε λίγο βαρύ του Μίλτου αλλά και πάλι δεν ήταν λόγος αυτός για να τσαντιστεί.

  2. (σκιά στο μόνιτορ)
    Σκηνοθέτης: ΜΠΟΥΟΥΟΥΜ!!!!
    Πρωταγωνίστρια: Όχι ρε γαμώτο! Πάνω που το 'χα πιάσει!

(από protnet, 20/09/10)έξοχη χρήση της ατάκας από 0:40 και μετά (από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό μικρόφωνο με μεγάλη ευαισθησία που κλιψάρει στο πέτο και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ειδήσεις.

Για στερεοφωνική λήψη χρησιμοποιούνται δύο ψείρες, μία σε κάθε πέτο.

Διευθυντής φωτογραφίας: Το πλάνο είναι πολύ γενικό, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μπουμ.
Σκηνοθέτης: Δεν πειράζει, θα το κάνουμε με ψείρες και θα το στρώσουμε στο ποστ.

(από protnet, 19/09/10)[00:55-1:02] "Η ψείρα όπως λέει μια παροιμία αμα χοτάσει βγαινει στο γιακά" και γίνεται μικρόφωνο στο πέτο (από GATZMAN, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Εξειδικευμένη καρέκλα γυναικολογικής εξέτασης, που εξασφαλίζει ότι η εξεταζόμενη θα κρατήσει τα πόδια της ανοιχτά σε όλη τη διάρκεια, επιτρέποντας στον γιατρό μια άνετη και αποτελεσματική πρόσβαση στα ενδότερα.

Είναι σαν κανονική πολυθρόνα, που φέρει επιπλέον δύο στηρίγματα όπου η εξεταζόμενη πρέπει να βάλει τα πόδια της (συνήθως αυτά χρησιμεύουν στο να ακουμπήσει το εσωτερικό των γονάτων της και όλο το υπόλοιπο πόδι να κρέμεται σαν σπασμένο - βλ. μήδια 3, 5). Θα μπορούσα να ενσωματώσω τα μήδια στον ορισμό αλλά νιώθω τον αντρικό πληθυσμό για τον οποίο όλα αυτά είναι ανεξήγητα - αν δεν αντέχετε στα σκληρά μην ανοίξετε το τελευταίο.

Από όσο γνωρίζει η συντάκτρια, δεν υπήρξε γυναίκα που να βρίσκει έστω και συμπαθές το μπουμ. Στο παράδειγμα υπάρχει μια καλή προσέγγιση για την αιτία, αν και δεν περικλείεται το σύνολο και η πολυπλοκότητα των συναισθημάτων που το μπουμ προκαλεί - γιατί κάθεσαι οικειοθελώς εκεί, φροντίζοντας εσένα ζητάς να γίνει η εξέταση, το κάνεις για πάρτη σου κι αυτό σημαίνει ότι αναγκάζεις τον εαυτό σου σε μια κατάσταση γάματαωχ παναζία μου. Ααα.

Η εξήγηση της παλιάς σε φόρουμ:
... Rinoula μου το μπουμ είναι το κρεβάτι που σε βάζει ο γυναικολόγος και είσαι με τα πόδια σε ειδικές θέσεις ψηλά και [...]

Το δράμα: Κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της επιβάλλεται να κάνει μια γυναικολογική εξέταση ανά τακτά διαστήματα. Δεν είναι και τόσο απλό όσο ακούγεται. Όσο σύγχρονη με μοντέρνες αντιλήψεις και αν είναι δεν μπορεί να μην νοιώσει τρόμο όταν ανέβει στο γυναικολογικό μπουμ και το δώσει «φάτσα κάρτα» στο γιατρό. Ίσως ακούγομαι πουριτανή αλλά μαθημένη να κρύβεις κάποια σημεία του σώματος μόνο για 2μάτια νιώθεις κάπως όταν ξαφνικά τα βγάζεις σε κοινή θέα!! Πόσο μάλλον να τ'αφήνεις και σε ξένα χέρια...

...έλα, για γύρνα λίγο από δω που έχει φως... (από Galadriel, 20/09/10)Ουφ γιατρέ μου, ουφ! (από Galadriel, 20/09/10)παπάκι παλαιάς κοπής, το βράζω , το ξαναβάζω the real thing (από gaidouragathos, 10/11/10)μοντέρνο παπάκι μιας χρήσεως, το φοράω, το πετάω... (από gaidouragathos, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βίκυ είναι ο λόγιος, αυτός που ασχολείται με τα γράμματα.

Παλιότερα, στην λαϊκή καθομιλουμένη στην επαρχία αποκαλούνταν έτσι ο γραμματέας της κοινότητας.

Επί βυζαντινών χρόνων γραμματικοί ήταν οι ιδιαίτεροι σύμβουλοι του αυτοκράτορα και επι τουρκοκρατίας οι γραφιάδες του κάθε αξιωματούχου. Από την συγκεκριμένη περίοδο μας κληροδοτήθηκε και το Γραμματικός πλέον ως επώνυμο.

Στη ναυτοσλάνγκ είναι ο δεύτερος καπετάνιος ή υποπλοίαρχος που έχει το γενικό πρόσταγμα στα περισσότερα πρακτικά ζητήματα του βαποριού και ειδικά στις φορτοεκφορτώσεις όπου η χαρτούρα θέλει και κόπο και τρόπο για να διεκπεραιωθεί.

- Κυρά μ’τη διχατέρα σου, κυρά μ’τη μοναχιά σου
την έλουζες, τη χτένιζες, στο σύννεφο την κρύβεις
και σπάραξε το σύννεφο και φάν’ κε η κόρη μέσα.
Την είδε ο γιός του Βασιλιά, την είδε ο γιός του Ρήγα
την είδε κι ο γραμματικός κι έπεσε να πεθάνει.
Σήκω σ’ απάν γραμματικέ, γαμπρό για να σε κάνω
γαμπρό στη διχατέρα μου, γαμπρό στη μοναχιά μου.
(βυζαντινοί χρόνοι.....
(από εδώ)

Και ναυτική ορολογία.....κάτω:

- Με το άραγμα ξεμπαρκάρισε όλο του το τσούρμα. Έτσι το ’κανε πάντα· σε κάθε πόρτο τσουρμάριζε και ξετσουρμάριζε. Δυο ταξίδια δεν τα ’κανε ποτέ με τους ίδιους ναύτες. Μονάχα το γραμματικό κρατούσε γιατί τον έβρισκε βολικό και του είχε τα πιστά. Τον ήξερε που διάβαζε ιερά βιβλία κι είχε στο γιατάκι του ακέριο εικονοστάσι και δε θύμωνε ποτέ....Ανδρέας Καρκαβίτσας - Διάβολοι στο γυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγώ μοτόρι (μηχανάκι, αυτοκίνητο, γουρούνα,και ό,τι άλλο έχει κινητήρα και ρόδες ή ερπύστριες -για αεροπλάνο δεν ξέρω) που έχω αγοράσει καινούργιο, χωρίς να σπάω τις ταχύτητες και, ειδικότερα, οδηγώ με το μάτι στο στροφόμετρο κι αν το τελευταίο δεν υπάρχει, το πάω με το αυτί στο μοτέρ. Πράγμα που σημαίνει πως, ανάλογα με την ταχύτητα που έχω κουμπώσει στο σασμάν, πατάω το γκάζι τόσο όσο να μην υπερβαίνω δοσμένο αριθμό στροφών του κινητήρα.

Εννοείται φυσικά πως δεν το βάζω στον κόφτη και αν πρόκειται για μοτοσακό μικρού κυβισμού δεν ανεβάζω ούτε δικάβαλο και τρικάβαλο.

Το στρώσιμο του κινητήρα έγκειται στο να πατήσουν τα κινητά και περιστρεφόμενα ή παλινδρομούντα μηχανικά μέρη του όπου προβλέπεται, όπως επίσης και να απομακρυνθούν μέσω της πρώτης αλλαγής λαδιώνε και φίλτρου τυχόν υπολείμματα μετάλλων ελαφρού κράματος, γεγονός που συνέβαινε στα σίγουρα από τα ενενήνταζ και πίσω.

Έτερος λόγος της αναγκαιότητας του στρωσίματος, εκτός του κινητήρα, ήταν ότι ο κατασκευαστής σε απέτρεπε από το να πας κομμάτια και φέτες, διότι χαλάρωναν οι βίδες ανά το όχημα (ακόμη και με τα σημερινά γίνεται) εξαιτίας των πρώτων κραδασμών και διαστολοσυστολών από τις μεταβολές της θερμοκρασίας που ανέβοκατέβαινε στο μοτόρι.

Μετά το στρώσιμο πρέπει άλλωστε όχι μόνο να αλλαχτούν τα λάδια, αλλά και να γίνουν τα απαραίτητα σφίξίματα.

  1. - Πωπω τα μπολντόρια τα καινούργια! Πού το κονόμησες ρε πούστη; Έκανες το ζιγκόλι πάλι;
    - Όχι ρε πανύβλακα. Έψησα το γέρο μου τελικά.
    - Πάμε ρε μία να ξύσουμε μασπιέδες;
    - Καλά, μαλάκας είσαι; Είμαι στο στρώσιμο ρε, άσε που δεν το καλοξέρω ακόμα, και δεν έχω και στάλα βερζίνα.
    - Σάλτα και γαμήσου κάνε, τσίπη ε τσίπη!

  2. ακομα δεν το πειρα το μωρο και δεν το εχω στρωσει ακομα και δεν μπορουσα να το ακουω να κλεει μπορω να πω οτι τα 200+ ερχοντε σχετικα ευκολα με λιγο σκυψιμο μπουφανακι και κρανος και το τιμονι χαλαρο.
    δεν ξερω αν εκανα καλα στο μοτερ μιας και εχει μονο 150 χιλιομετρα. και ιποτιθετε οτι το στρωνω μεχρι 4-5 και το πιγα 8 και κατι.
    τι εχετε να πειτε για τιν αμαρτια μου; καλο κακο; θα κοστισει;

οσο και να σε συχωρησουμε εμεις το θεμα ειναι να μη το θυμηθει αυτο σε μερικα χιλιαδες χλμ και αρχισει και πινει λαδακι για να ξεχασει το πονο του :mrgreen: λογικα οχι αλλα φερσου με υπομονη στη κουκλα σου για να ειναι κυρια μεθαυριο και να μην φλερταρει ολο με το μαστορα Το θεμα ειναι τα ανοιγματα να γινουν με στοργη (καρυδωματα οχι),να μην διαρκουν πολυ και να ακολουθει χρονος για κρυωμα των λιπαντικων.Το χαμηλο φορτιο και οι θερμοκρασιες ειναι ολο το μυστικο ...........απο εδωωωωωωωωωω, ωωωωωωωωωωωωωωω, ωωωωω, ωωωωωωωωωωωω, (φρένο)
μπούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified