Further tags

Ο διευθυντής του τμήματος M.I.S. (= management information system), υπό μορφή πειράγματος.

(Συζήτηση μεταξύ συναδέλφων που είναι και φίλοι. Ο ένας είναι Μ.I.S. manager [εμ άι ες μάνατζερ])

(Κώστας, M.I.S. manager) - Και που λες πήγα στο meeting και τους ανέλυσα κατηγορηματικά τις απόψεις μου. Σ' τις έχω αναφέρει.
(Δημήτρης) - Βεβαίως. Απόψεις κι αυτές; Καλά ρε μεγάλε, όλοι οι μάνατζερ που ξέρω κρίθηκαν με κάποια σοβαρά κριτήρια. Εσύ πως προέκυψες; Μήπως έγιναν καλλιστεία και ως ο ωραιότερος έγινες μις μάνατζερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο (συνήθως) που βγάζει συνεχώς προβλήματα και θέλει να του ρίχνεις συνεχώς λεφτά. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για άλλα μηχανήματα (π.χ. βάρκες) και, σπανιότερα, για σπίτια.

- Αχ, ερωτεύθηκα ...
- Ποιαν, ρε; Την ξέρω; Όνομα;
- Τζούλια ... Αααχ ...
- Τζούλια; Δεν την ξέρω ... Ελληνίδα είναι;
- Όχι ... Ιταλίδα ... Αααχ ... άααχ ...
- Ιταλίδα, ε; Και πόσω χρονών είναι ...
- Του '72 ... - Μεγάλη, ρε ... Κοντεύει τα 40
- Ναι, αλλά είναι σε άριστη κατάσταση ... 160 τελική και 12.6 τα 100 επιτάχυνση ... - Επιτάχυνση; Καλά, ρε μαλάκα, για αυτοκίνητα μιλάμε τόση ώρα; - Εμ, γιατί μιλάμε ... Μια Αλφα Ρομέο Τζούλια GT 1300 Tζούνιορ ... σε τιμή ευκαιρίας ... Την έκλεισα και αύριο πάω να την πάρω ... - Όχι, ρε αγόρι μου ... μη το κάνεις αυτό ... κουμπαράς σκέτος είναι ... είχε ο Πάνος και την έδωσε προ διετίας ... συνέχεια τούβγαζε κάτι και δεν μπορούσε να βρει κι ανταλλακτικά ... άσ' το, μεγάλε ...

(από poniroskylo, 18/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το παραδοσιακό μποντιμπιλντεράδικο γυμναστήριο, όπου μαζεύονται οι hard-core του είδους για να φάνε σίδερο να μασήσουνε ατσάλι. Εννοείται ότι η πλειοψηφία είναι σβάρτσοι και ότι το σιδεράδικο είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου ευδοκιμούν οι απαγορευμένες ουσίες (αναβολικά). Καμία σχέση με ομαδικά προγράμματα αερόμπικ και τα συναφή.

  1. (απ' το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, στις 11/05/2008)
    «Όλοι αυτοί οι υπερμυώδεις γίγαντες, [...] έχουν περιοριστεί σε μερικά μόνο τετραγωνικά. Και όχι ότι δεν υπάρχουν. Απλώς, αυτούς τους συναντάς περισσότερο στα «σιδεράδικα», τα κατ' εξοχήν γυμναστήρια body building, με τους φουσκωτούς άντρες που νομίζεις ότι θα σε κάνουν κιμά έτσι και σε ζουλήξουν.»

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Μα γιατί προσπαθούμε πάντοτε οι Έλληνες να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου;
    Εδώ το ένα σιδεράδικο γυμναστήριο στην Ελλάδα κλείνει πίσω απ' τ' άλλο γιατί δεν έχει κόσμο, ένα σωϊκό μαγαζί με συμπληρώματα δεν υπάρχει, ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ΟΙ ΓΥΜΝΑΣΤΕΣ ΔΕ ΞΕΡΟΥΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥΣ, και λες και είμαστε η χώρα που έχει βγάλει καμιά δεκαριά Mr. Olympia, έχουμε 500 ομοσπονδίες για το Bodybuilding!
    Νισάφι πια!»

Σχετικό: σιδεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΩτοΡΙνοΛΑρυγγολόγος. Ο μυστηριώδης τύπος που επέλεξε να ασχοληθεί με την περίπλοκη αυτή περιοχή του ανθρώπινου σώματος. Από την κατηγορία των ιατρών που ποτέ δεν σου δίνουν να καταλάβεις τί πραγματικά έχεις. Εάν, δε, πεις την λέξη ωτορινολαρυγγολόγος πολλές φορές και γρήγορα, παθαίνεις ζημιά στο σύστημα αυτό και καταλήγεις στο Ωριλά πάραυτα.

- Έχω κάτι ζαλάδες τελευταία...
- Να πας στον ωριλά, μήπως και έχεις λαβύρινθο.
- Μπα, πήγα, και μου είπε να κάνω ανάλυση ούρων μήπως είμαι έγκυος.

γΩριλά (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από παράφραση της λέξης απινιδωτής, που είναι ειδική συσκευή που εμφυτεύεται στο ανθρώπινο σώμα σαν ένας βηματοδότης, και μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο χορηγώντας αυτόματα ηλεκτροσόκ.

- Γιατρέ, πότε θα μου βάλετε τον απιδονητή;
Γιατρός: - Θα στον εβάλω καλή μου, αλλά φοβάμαι ότι θα σου αρέσει πολύ....

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ατού.

Χαρτοπαικτικός όρος στα παχνίδια με μπάζες - π.χ. μπριτζ, πρέφα, μπουρλότο.

Τα κόζια, ή ατού, καθορίζονται σε κάθε μοιρασιά και σ' εκείνο το γύρο είναι το ισχυρότερο χρώμα. Αν δεν έχεις φύλλο του χρώματος που έπεσε στο τραπέζι και παίξεις κόζι παίρνεις τη μπάζα - αυτό λέγεται τσακίζω ή κόβω.

  1. (Από τη Βικιπαίδεια)

Στα κόζια υπάρχει διαφορετική ταξινόμηση σε σχέση με τους πόντους. Ο J κόζι είναι το ισχυρότερο φύλλο, ακολουθεί το 9 κόζι και μετά ο A, 10, K, Q, 8, 7.

Ό,τι φύλλο παιχτεί κάτω, φύλλο ίδιας φυλής πρέπει να πετάξουν όλοι! Αν κάποιος δεν έχει φύλλο ίδιας φυλής με εκείνο κάτω, τότε είναι υποχρεωμένος να πετάξει Κόζι. Το Κόζι παίρνει την μπάζα πάντα. Αν δύο άτομα τσακίσουν, τότε την μπάζα παίρνει το μεγαλύτερο Κόζι. Αν δεν έχει ούτε Κόζι, τότε πετάει ένα οποιοδήποτε φύλλο, όμως δεν παίρνει την μπάζα. Την μπάζα κερδίζει πάντα το ισχυρότερο φύλλο.

  1. - Άσ' το το μπριτζ ... Αν έχεις κόζι στο μπουρλότο πρέπει να κόψεις, είναι υποχρεωτικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αύξηση, κατά τους δημοσιογράφους. Η φάρα αυτή έχει στο DNA της εσφαλμένο προγραμματισμό που την εμποδίζει να προφέρει ολοκληρωμένα την συγκεκριμένη λέξη. Το πρόβλημα έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας, τόσο ώστε θεωρήσαμε αναγκαίο να καταχωρίσουμε την ελαττωματική αυτή προφορά ως αυτόνομο λήμμα... Είμαστε σίγουροι πως στο μέλλον η λέξη θα είναι πράγματι αύξη και θα θεωρείται οπισθοδρομικός όποιος την λέει ολόκληρη. Ακόμα αργότερα δε, θα αγνοείται παντελώς η αρχική της μορφή.

Μεγάλη αύξη σημείωσε ο μέσος όρος θερμοκρασίας στο λεκανοπέδιο της Αττικής, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Πρόσφατες μελέτες αποδίδουν το φαινόμενο αυτό στις πυρκαγιές της Πάρνηθας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθέστατο μικρό ψαράκι (άνω των 4 εκ. γιατί παρακάτω θεωρείται ακόμη γόνος και ντροπή σας αν την τρώτε) το οποίο είναι εξαιρετικός ουζομεζές.

Στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται αφ' ενός για να περιγράψει ομάδα μειρακίων ή πιτσιρικάδων και αφ' ετέρου ως χαρακτηρισμός των μικροεπενδυτών στο γνωστό Ναό της Σοφοκλέους. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχει αρνητική χροιά και μάλλον αποτελεί χαριτωμενιά, ενώ στη δεύτερη δημιουργεί σαφείς αρνητικούς συνειρμούς του τύπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», πράγμα που δεν απέχει από την πραγματικότητα ούτε στη θάλασσα ούτε στο Χρηματιστήριο.

1
Μ' έφαγαν τη ζωή τα ζωντόβολα να τα πάω στο Allou Fun Park και μάσησα τελικά το Σάββατο. Μιλάμε ότι όλη η μαρίδα ήταν μαζεμένη εκεί ρε παιδί μου. Μου πήραν το κεφάλι τα ρημάδια για παιδιά.

2
ΧΑ: Στη "μαρίδα" ξεπούλησαν φορολογικοί παράδεισοι και funds
...Επιβεβαιώνοντας λοιπόν τον άγραφο νόμο των αγορών που θέλει τη "μαρίδα" να τσιμπά στο αγκίστρι της χρηματιστηριακής ανόδου όταν αυτή συνήθως φτάνει στο απόγειό της της, αρκετές χιλιάδες μικροεπενδυτών ξεθάρρεψαν στην πιο ακατάλληλη στιγμή, και εφόρμησαν στο "μέλι" των μετοχών όταν οι τιμές στο Χρηματιστήριο σκαρφάλωναν στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας.
[από το διαδίκτυο]

(από acg, 21/04/08)Βάλε τώρα που γυρίζει... (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι δημόσιες σχέσεις, ως επάγγελμα.

Τα γραφεία δημοσίων σχέσεων λέγονται και γραφεία πι-αρ. Οι ασκούντες το επάγγελμα λέγονται πι-αρ-τζήδες.

Εκ του αγγλικού PR, συντομογραφία του public relations.

Συγγενές λήμμα: κονέ

Χτες πήρα ένα e-mail από την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων -πι-αρ κάπως έτσι τους λένε αυτούς- ενός ραδιοφωνικού σταθμού η οποία μετά από τα ομολογουμένως πολύ κολακευτικά της σχόλια για το Blog και το PodCasting μου μου σέρβιρε μια πρόταση για συνεργασία. (Από blog)

Η πουστιά έχει αναχθεί σε επιστήμη και ενίοτε μπερδεύεται με το Πι Αρ. (Από blog)

Η εταιρεία δαπανούσε τεράστια ποσά όχι μόνο για διαφήμιση και χορηγίες (χρηματοδοτώντας αθλητές, καλλιτέχνες αλλά ακόμα και πολιτικούς...) αλλά επίσης τεράστια και άγνωστα ποσά για «δημόσιες σχέσεις». Ένα μικρό παράδειγμα «πι-αρ»: στα γραφεία των εφημερίδων, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα καταφθάνουν δώρα, δωράκια και δωράρες (στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, φυσικά, τα δώρα των εταιρειών προς δημοσιογράφους θεωρούνται διαφθορά, όχι στην Ελλάδα.) (Από blog)

Απογοήτευση για τους «πι-αρ-τζήδες»: αυτοί θεωρούσαν πως το κουπόνι θα ήταν το έναυσμα για μαζικές αγορές βιβλίων μεγάλης αξίας, αλλά διαψεύστηκαν οικτρά. (Από blog)

Του Αρκά (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified