Further tags

Κούπα στην Κρήτη είναι το ποτήρι κρασί που πίνεται μονορούφι κι άσπρο πάτο (βλ. και τα σχετικά ρίτσουαλς στα media). Κατοστάρα είναι η πλέον ζόρικη κούπα κρασί: 100 ml στο νεροπότηρο. Η βασιλική οδός προς το κουρούμπελο.
Τελευταία γίνεται και με αγροτικό.

- Πίνεις μπρε κούπες;
- Κατοστάρες.
- Μπράάάάβο ανήψο!

(από xalikoutis, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς λέμε στην Κρήτη:

«...Κοίτα, σε τελική ανάλυση πρόκειται για δικό σου ζήτημα. Εγώ σου είπα την γνώμη μου, έχω κάποιες επιφυλάξεις, αν και δεν είναι σίγουρα η σκέψη σου άτοπη, δεδομένων των συνθηκών. Τώρα πρέπει εσύ να τα ζυγιάσεις και να αναλάβεις και τις συνέπειες της απόφασής σου...» ;

- Ξια σου!

- Θα το πουλήσω μου φαίνεται ρε Αντώνη, κι ας χάσω. Τώρα τα χρειάζομαι τα λεφτά κι όχι όταν θα 'μαι 60...
- Ξια σου...

http://adre.espivblogs.net/files/2014/03/ksa-sou-efimerida-teuxos-3-print-01.jpg (από xalikoutis, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζωντόβολο ή ζωντανό στη δυτική Κρήτη. Γενικά ο βλάκας. Αρχαία λέξη. Λέγεται στις πόλεις από σβούρους και πετσιά.

  1. - Που λερώθηκες ρε;
    - Πήγε ο Μανώλης να πιεί από τη μπύρα μου και μ' έκανε πουτάνα!...
    - Έ, το έχνος!

  2. βλ. στο media 03.57

(από xalikoutis, 11/09/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ζουλάπι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.

- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαίρες, στην κρητική (βλ. κομπιουτεράκια)

- Πόσες καραμέλες έπαιξες στον πρόγαμο;
- Έξε χιλιάδες.
- Ώφου μάνα μου!

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή φράση -συνοδευτική τσαμπουκάδων στην Κρήτη. Σημαίνει «με βλέπεις που σε βλέπω;» και αποτελεί α. την τελευταία φράση πριν το σημείο χωρίς επιστροφή ή
β. μια τελευταία ευκαιρία στον άλλο να λακίσει
πριν τα μπουκέτα και τα κατακαυκαλίδια αρχίσουν να προσγειώνονται σε μάπες.

Ο χρήστης επιχειρεί να εγκαθιδρύσει eye contact με τον συνομιλητή καθώς στην ίριδα του πρώτου σκιαγραφείται με απόλυτη καθαρότητα το μέγεθος της μαλακίας του τελευταίου.
Συνοδεύεται από άλλες φράσεις όπως «μίλιε όμορφα (=θα μιλάς ωραία, στα Θεσσαλονικώτικα: θα μιλλλάς καλλλά), και πολλά άλλα...
Τελικά, χρησιμοποιείται και απλά ως προειδοποίηση όταν light μαλακίες φαίνονται στον ορίζοντα, και σημαίνει από την πλευρά του χρήστη ένα κατηγορηματικό »όι«.

  1. - Ρε μαλάκα, τί σού 'κανε το κοπέλι και το βρίζεις; - Τι τι ρε μα.... - Με θωρείς που σε θωρώ ρε μαλάκα; Μην του ξαναγγίξεις, γιατί θα σε μισερώσω, το κατάλαβες;

  2. - Δανείζομαι την κάμερα γι' απόψε, έτσι; Καληνύχτα δικέ μ... - Έεεεεπ - Τι έεεπ; - Με θωρείς που σε θωρώ;... Είδες κι εσύ κάμερα και χάρηκες....

(από nick, 17/09/08)(από xalikoutis, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορεσίβια έκφράση από Κρήτη, που σημαίνει «τον ακουμπούσε (έθετε) ο ένας στον άλλο».

Ολόκληρη η φράση ακούστηκε σε καφενείο της Κρήτης τότε με το κότερο Ψινάκη, Λαζόπουλου κλπ. Επειδή τα κανάλια τα λέγανε απ' έξω απ' έξω (τέλος πάντων), κάποιος στο καφενείο δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, κι έτσι ένας άλλος ανέλαβε να του εξηγήσει λέγοντας: «ντα μπουνταλάς είσαι μωρέ; έκεια τσ' είχενε μαζωμένους [ο ιδιοκτήτης του κοτέρου] και τσι μαστώρουνε, κι απής [και μετά] τον έθετε ο γεις τ' αλλού».

Η φράση έμεινε ως περιγραφή για πουστριλίκια, για όποιον θέλει να προσδώσει και μια χωριάτικη νότα

- Τους βλέπεις τους δύο στη μπάρα, κολλητάρια, έτσι; - Εξακριβωμένο... Χθες πήγανε στη σπηλιά μαζί το βράδυ... Κι απής τον έθετε ο γεις τ' αλλού...
- Είσαι κι εσύ το Ρόιτερς όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια φράση από την Κρητική ύπαιθρο και το πιο ενεργό της κύτταρο, το καφενείο.

Μιλάμε για τη λεπτή αλλά καθοριστική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο κλασικό και μη ενδιαφέρον
α. «κέρασέ τονε μωρέ »: τη γνωστή προστακτική που απευθύνεται κατά ριπάς στον καφετζή με την είσοδο κάποιου φίλου, γνωστού κλπ στο κατάστημα,
το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το
β. «να κεραστεί»: τον ιδιαίτερο αυτό τύπο προσταγής που εκφέρεται σε τρίτο ενικό υποτακτικής αορίστου παθητικής φωνής.

Αν και στη ζωή του καφενείου το (β) μπορεί να χρησιμοποιείται όπως και το (α), το (β) είναι πιο κατηγορηματικό, καθώς μετατρέπει την προσωπική χειρονομία του κεράσματος σε απρόσωπη προσταγή, σε κοινωνικό και συλλογικό αίτημα «να κεραστεί! πρέπει να κεραστεί! είναι χρέος να κεραστεί».

Αυτή η ακραία αντίληψη για το χρέος (γνωστή ρετσινιά για τους Κρήτες), έχει μετατρέψει το να κεραστεί! σε δημοφιλή έκφραση που ακούγεται και εκτός των καφενείων της υπαίθρου, σε κάθε περίπτωση που 1. κάποιος λέει ή κάνει κάτι το πολύ σωστό που αξίζει την επιβράβευση (επειδή λέγεται μάλιστα ενώ ο άλλος δεν έχει τελειώσει αυτό που λέει, με ενθουσιασμό και πλήρη ταύτιση, έχει την έννοια του σταμάτα να μιλάς και φίλα με, φράση που δεν πολυακούγεται στα καφενεία της κρητικής υπαίθρου λόγω του κοινωνικού ρατσισμού),
2. συνηθέστερα, στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση που κάποιος λέει μαλακία ή κάτι τόσο άκυρο και κουφό που αξίζει την επιβράβευση, ή σε περίπτωση που κάποιος δειλιάζει και το λέει ανοιχτά, ή γενικότερα λέει βλακεία.
Φυσικά, τώρα που το «κερνάω» έχει λάβει κι άλλες νοηματικές αποχρώσεις, η έννοια 2. είναι και πιο ισχυρή.

  1. - Χανιώτης: Μας έχετε πρήξει τα ούμπαλα με το κωλόφιδο, ποιος τον γαμεί τον ΟΦΗ εκτός Ηρακλείου... - Αθηναίος: Εεε, δεν είναι έτσι, στην Αθήνα Κρήτη = ΟΦΗ και ΟΦΗ = Κρήτη... - Ηρακλειώτης: Πώς το είπες αυτό ρε κουμπάρε; - Αθην: Λέω, στη μπάλλα, Κρήτη = ΟΦΗ και ΟΦΗ = Κρήτ... - Ηρακλ: ΝΑ ΚΕΡΑΣΤΕΙ! Μπράβο φίλε, ωραία το είπες... άκου τα ρε γρόθε χανιώλη...

  2. Σε ίντερνετ καφέ πιτσιρικάδες παίζουν counter strike LAN - (ο Μανωλιός χαμηλόφωνα στο Γιωργιό του) Έπαε θα κάτσω Γιωργιό, πίσω από την πόρτα να τσι περιμένω... - Ίντα; - Λέω, έπα θα κάτσω πίσω από την πόρτα να περιμ... - ΝΑ ΚΕΡΑΣΤΕΙ! ακούτε ρε μαλάκες τι λέει το βρωμοκάμπερο, κατέβα κάτω να παίξεις ρε χέστη...

  3. - Αποκλείεται ρε συ, ο Τέλης με τη ΔΑΠίτισσα, αυτοί βρίζονται συνέχεια... - ΝΑ ΚΕΡΑΣΤΕΙ! Ανοιχτομάτη μου εσύ, μόνο δάχτυλο δεν της έβαλε χθες στον Πλάτανο, εσύ χαμπάρι δεν πήρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified