Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.

Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).

Got a better definition? Add it!

Published

φουριαρότραος, φουριαρότραγος

Είναι το αρσενικό αντίστοιχο της φουριάρας αιγός, δηλαδή ο τράγος που ζει ελεύθερος σε μια μεγάλη περιοχή. Σύμβολο περηφάνειας, λεβεντιάς, αλλά και έμπλεος τραγίλας.

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΜΟΥ ΩΖΟ
ΤΡΑΕ ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΕ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΙΣ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΤΑ
ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ Τ ΑΝΕΜΟΥ (εδώ)

ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΟΣ ΦΟΥΡΙΑΡΟΤΡΑΟΣ. ΘΩΡΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΣΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ

  1. -φουριαρότραος (κοινώς το μοτορι σου γ@μ@ει και δερνει)
    -Να υποθεσω πως φουριαροτραος σημαινει στην Ελληνικη.... φουριοζος τραγος?
    -Θα το καταλαβουν οι Κρητικοι... δε λεω.... Αντε να το εξηγησεις στους υπολοιπους Ελλαδήτες (Καθε ερωτας και ενα ονομα..)

  2. -φίλε, ο συγκεκριμένος θα αγόραζε ντατσουν και θα εβαζε τα παιδιά στη καρότσα και θα τα πήγαινε βολτα στο ψηλορείτη
    - Είσαι φαιδρός & φουριαρότραγος! (Είδος κάγκουρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελεύθερη, λυτή αίγα, αλλά και γενικά η γίδα. Ίσως λέγονται έτσι κι άλλα ζώα που, αν και έχουν ιδιοκτήτες, διάγουν βίον αλανιάρικο (παράδειγμα 5).
Όπως φαίνεται και στην μαντινάδα του 1ου παραδείγματος, η φουριάρα αίγα με τη βιασύνη του φευγιού της δημιουργεί ωραιότατες ποιητικές εικόνες και μεταφορές.

Από τη φούρια (< ιταλ. furia) και την κατάληξη -άρα.
Στον πληθυντικό εκτός από φουριάρες παίζει και το φουριαρές (παράδειγμα 4).

Συνώνυμο (και σόρι για τη ...γείωση): Fast & Furious.
Σημείωση: Στο τρίτο παράδειγμα αναφέρεται το "πάμενε" για το οποίο ο Χαλικού είπε 2-3 λογάκια εδώ.

  1. Φουριάρες αίγες οι χαρές
    φεύγουν σαν με θωρούνε,
    κι οι πόνοι, σκύλοι μπιστικοί
    στο πλάι μ'ακλουθούνε ♫

  2. Έτσι μπέρδεψε και δεν ξεμπέρδεψε κοντά τέσσερις δεκαετίες στο Κέντρος, στα πρόβατα και στις κατσίκες που είναι ελεύθερες, σχεδόν φουριάρες και δεν πιάνονται παρά μόνο σκοτωμένες, σαν τους γενναίους που θυσιάστηκαν από το όπλο του εχθρού… (εδώ)

  3. -προλαβαινουμενε να παμενε στις φουριαρες...
    -καλια'χω να παεις τσι καβρούς
    -αμε χαρωτο κι αγαπω-τω να ντυθεις να παμε-νε που να σε χαρει η μαμαααα σου!!! (εδώ)

  4. -Εσείς π φοράτε πόλο μπλουζάκια με σηκωμένο γιακά κ περπατάτε με ανοιχτά τα πόδια λες κ έχετε συγκαεί, στο μαντρί έχετε γίδια ή μόνο πρόβατα?
    -εγώ έχω φουριαρές κυρίως (εδώ)

  5. -εγω αν εχω ερθει? αρραβωνιασμενος ειμαι με κρητικια εδω και χρονια. Καταγωγη ειναι απο χωρα σφακιων. Δεν το λεω εγω οτι ειστε κλεφτοκοταδες εσεις υπερηφανευεστε για αυτο, και το κανετε αθελα σας κιολας λεγοντας, σημερα εφερα τις "φουριαρες" του ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Εγω ειχα τελειως αλλα πραματα στο μυαλο μου για τη κρητη και τελειως αλλα ειδα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που αυτηκόησα στ' Ανώγεια στην Κρήτη και δηλώνει τον Master Commander της βοσκικής, ο οποίος μπορεί μάνι-μάνι, άκοπα και εύκολα να μαζεύει, να καθοδηγεί και γενικότερα να μανατζάρει το κοπάδι, αίγες ή πρόβατα, ειδικά σε δύσκολες περιοχές (δηλαδή, "στα όρη" - ή μήπως "στ' αόρι"; ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι το ένα ή το άλλο - γύρω από τον Ψηλορείτη) ή σε δύσκολες καταστάσεις (π.χ. φόρτωμα σε νταλίκα). Τώρα, ντράπηκα να ρωτήσω: είναι η φράση έτσι επειδή τα γουρούνια είναι παροιμιωδώς δύσκολα να κοπαδιαστούν; Είναι, δηλαδή, η φράση σαν το αγγλικό herding cats που δηλώνει το ψιλο-ανέφικτο έργο; Μάλλον...

Ή μήπως ο αγαπητός βοσκός που το είπε χρησιμοποίησε τη φράση επειδή του έκανε, αλλά αυτή έχει απ' αλλού νόημα: λαλεί και τσι χοίρους κάλλιστα θα μπορούσε (με το ιστορικό της περιοχής) να σημαίνει και τον γουίνστον γουλφ της ζωοκλοπής, ο οποίος ρημάζει έναν τόπο και φεύγοντας λαλεί (οδηγεί) πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, κότες, κουνέλια, αρκάλους,λιακόνια και γενικά όλη την τοπική πανίδα...; Λίγο ευφάνταστον αλλά ποιος ξέρει...

Α, ευτυχώς π' ήρθανε καημένε Χαλικούτη(1) οι αγκζαδέρφοι από τη Γέργερη και μας αβοηθήξανε και τα φορτώσαμε στο τριαξονικό, κι αυτοί, άντρες να ιδείς, βοσκοί, μα και τσι χοίρους λαλούνε είμαι άτιμος(2).

(1) Ψευδώνυμο.

(2) είμαι άτιμος = είμαι άτιμος [αν λέω ψέμματα] = στο λόγο της τιμής μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιαρά στην Κρήτη είναι τα ανωφελή ζωύφια, το ζούδια, κατεξοχήν τα έντομα, αλλά και γενικά τα μικρά ζώα μέχρι το μέγεθος και της νυφίτσας (κρητικές ονομασίες για τα συναφή ζώα: ζουρίδα, καλογιαννού) στις πιο διασταλτικές χρήσεις του όρου (ο άρκαλος λ.χ. είναι υπερβολικά μεγάλος για μιαρό, ο σκαντζόχοιρος -ή κατσόχοιρος- όμως όχι). Εξαιρούνται σαλιγκάρια, πουλιά, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, περιλαμβάνονται τα μικρά φίδια, οι σαύρες και τα αμφίβια (αν συνεχίσω την κατηγοριοποίηση θα θυμίσει μάλλον το Celestial Emporium of Benevolent Knowledge).

Ειδική περίπτωση το σαμιαμίδι ή σαμάμιθας, το οποίο αν και μιαρό (όπως αναφέρει και ο Χότζας) είναι επωφελές σε παραλίμνιες, παραποτάμιες και ελώδεις περιοχές (ως πιτσιρικάς σε επίσκεψη σε χωριό κοντά στη λίμνη του Κουρνά είχα εντυπωσιαστεί από την άνεση με την οποία οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν τη σαμαμιθοπαρέλαση στο ταβάνι του σπιτιού).

Μεταφορικώς μιαρό είναι το προπετές νιάνιαρο, το μαλακιστήρι, το σκατό, το βλαμμένο παιδάκι...

Σπανίως ο μπασμένος ενήλικας, η μισοριξιά, η γρουσουζά ή μαγαρισά όπως λένε στην Κρήτη - όπου και πάλι το μικρό μέγεθος αποδίδεται μέσα από την έννοια της βρωμιάς, της μιαρότητας, της ύπαρξης που δεν υφίσταται παρά μόνο ως σπίλος προς κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι και η οικουμένη όλη, για την οποία ο μπασμένος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ανώφελος, σε αντίθεση με το υψηλο- και μεγαλόσωμο άνθρωπο, για τον οποίο ο όγκος του και μόνο τον καθιστά χρηστό, μέχρι αποδείξεως τουναντίου («κρίμα στο μπόι σου» και λοιπά).

Από το αρχαίο «μιαρός»: ο σωματικά, θρησκευτικά, ηθικά μολυσμένος, βδελυρός, ακάθαρτος, απόβλητος, άσχημος.

  1. - Να' θώ κι εγώ, να' θώ κι εγώ;...
    - Ίντα φωνιάζεις μωρέ τροζό, γαμώ τον Τίμιό σου γαμώ... ανε μας ακούσεις ο θείος θα μας-ε κλείσει μέσα... - Εγώ θα το πω....
    - Μιαρό, αν-ε μ-πεις πράμα στο λόγο μου θα σε μισερώσω....

  2. - Ίντα μιαρό 'ναι μωρέ κείνος ο Χριστόφορος.... είμαι άτιμος α-δεν είναι η θυγατερα μου βαρύτερη...
    - Καλό κοπέλι και μερακλής μα δεν του βοηθά καθόλου το μπόι ντου του κακομοίρη...
    - Αυτός πρέπει να χει μεγάλο κόμπλεξι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified