μπλαθρώνω/-ομαι
Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, και σημαίνει λερώνω ή λερώνομαι.
(γυρνάει το παιδάκι απ' το σχολείο, το βλέπει η γιαγιά)
- Πώς εγίν'κες έτσι μωρέ σκατόπαιδο; Πού μπλαθρώθ'κες;
μπλαθρώνω/-ομαι
Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, και σημαίνει λερώνω ή λερώνομαι.
(γυρνάει το παιδάκι απ' το σχολείο, το βλέπει η γιαγιά)
- Πώς εγίν'κες έτσι μωρέ σκατόπαιδο; Πού μπλαθρώθ'κες;
Got a better definition? Add it!
Γνωμικό από τα Επτάνησα, που σημαίνει ό,τι περίπου και τα δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του ή δουλειά δεν είχε ο διάολος και ζύγιζε τα καλαμπαλίκια του. Δηλαδή το να αεργείς ή να ανεργείς κ.τ.ό. είναι μήτηρ πάσης κακίας και θα αρχίσεις να κάνεις μαλακίες και θα εκτραχυνθεί η κατάσταση. Ή ότι κάτι που αρχίζει ως ψιλοαθώο, ψιλοαστείο, ψιλοχαβαλέ, κάποια στιγμή εβέντσουαλι παύει να είναι αστείο/ αθώο και γίνεται σοβαρό. Ή λες και δεν έχουμε σοβαρές δουλειές με τις οποίες να ασχολούμαστε και πρέπει να μας τρώνε τον χρόνο σκάνδαλα και παράκμες. Πιθανολογώ ότι η σχέση του αιδοίου με την τσαγκαρική αποτελεί καθαρό τιραμισουρεαλισμό, (να πω να μάθαινε καπελάς θα έβγαζε κάποιο νόημα, αλλά τσαγκάρης!;) αλλά επειδή και για άλλα πράγμα έχω πει ότι είναι τιραμισουρεαλιστικά και έχω πέσει έξω δεν παίρνω και όρκο. Οποιαδήποτε απόπειρα πραγματολογικής ερμηνείας ή φετιχιστικού συνειρμού ευπρόσδεκτη. Ο τιραμισουρεαλισμός πάντως συνάδει με την απονοηματοδότηση που προκαλεί η έλλειψη εργασίας του μουνιού καθώς και ο επαγγελματικός προσανατολισμός που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να του ταιριάζει, οπότε μιλάμε για καταστάσεις απουσίας νοήματος και ακηδίας, όπου θάλλει η παραβατική συμπεριφορά.
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση, την οποία μου είπε Κερκυραία και βρίσκω να υπάρχει σε τοπικό γλωσσάρι του νησιού:
Πέκα (η), ο θυμός, το πείσμα | πεκάδος (ο), αυτός που έχει πέκα, που βαστάει το θυμό ή το πείσμα του.
βρίσκω ευρύτερα να σημαίνει:
Έψαξα λίγο για ετυμολογία προς Ιταλία μεριά: στα ιταλικά λεξικά βρίσκω pecca να σημαίνει ελάττωμα, βλάβη, ζημιά (peccare από την άλλη σημαίνει αμαρτάνω). Μου φαίνεται η πέκα να έχει μια σχετική παραλληλία με το πως χρησιμοποείται γενικότερα η λέξη ζημιά. Έτσι, το έχω πέκα συγχωνεύει δύο νοήματα: α) παθαίνω ζημιά με κάτι, δηλ. κάτι έχει πάνω μου πολύ μεγάλη επίδραση, τόση που σχεδόν με έβλαψε β) το αποτέλεσμα αυτής της "ζημιάς", ότι μου έμεινε κάτι με την έννοια του σκαλώματος και κολλήματος, δηλαδή, η βλάβη (pecca) με έκανε λιγάκι βλαμμένο (με έκανε να έχω pecca).
Αλλά απ' ότι κατάλαβα είναι μια σχετικά ήπια έκφραση που εκφράζει συχνότερα την μεγάλη αγάπη για κάτι.
Δεν ξέρω, εμένα μου φαίνονται πιθανά τα παραπάνω τα ετυμολογικά. Εσάς;
Έχω "πέκα" με τις ταινίες από μικρός.... τεράστια συλλογή VHS... Τώρα με τα αϋλα, ξεφορτώθηκα τις κασσέτες και απέκτησα πολλούς δίσκους... Οπότε έκανα και αρχειοθέτηση... έχω ένα app που τις έχω όλες καταχωρημένες... πηγή
To βάψιμό σου φίλτατε είναι απλά καταπληκτικό, αυτό το ματ είναι όλα τα λεφτά, εύγε(για τον κινητήρα δεν θα πω γιατί έχω πέκα) πηγή
Αν εχω χρονο μετα θα δω, αλλα αν αλλαξουν κατι εδω με μελλοντικη αναβαθμηση (ηδη το δσλαμ ειναι γεματο) στο μελλον και ειναι conexant ... θα θελω αλλα μοντεμ επειδη εχω πεκα. πηγή
Όσο για το κοκο δεν νομίζω να κάνει κάτι το ιδιαίτερο. Όυτε στοματικό ούτε οθωμανικό. Μόνο απλό και πολύ σου είναι. Με το πλύσιμο έχει πέκα. πηγή
Επίσης, αυτό που μετράει ΠΟΛΥ είναι ο στόχος που έχεις. Αν κάποιος έχει πέκα με τα πολλα κιλα ή έχει πεισθεί (καλώς ή κακώς) πως θα αποκτήσει την εμφάνιση που επιθυμεί σηκώνοντας πολλά κιλά, τότε τείνει να τα καταφέρνει, εφόσον αποφεύγει τραυματισμούς. πηγή
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified