Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.

Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κεφαλονιά ως νησί με κουρλούς, δηλαδή τρελούς. Χρησιμοποιείται και από τους ίδιους τους Κεφαλονίτες.

  1. Ένας λασκαράτος είμαστε όλοι σε τούτο το κουρλονήσι, κι όποιος παριστάνει τον «κανονικό», πάρτε ένα σίκλο με νερό και αμολάρετέ τον πάνω του. (Εδώ).
  2. Εκεί, που το βανάκι δεν θα έκανε πια δρομολόγια στην πολύβουη πόλη, αλλά ονειρεμένες βόλτες στο κακοτράχαλο, λατρεμένο «κουρλονήσι» μας. (Εδώ).
  3. Λένε πως η Κεφαλονιά είναι το νησί των τρελών. Κουρλονήσι την ονοματίζουν. Κι’ όλους τους Κεφαλονίτες κουρλούς μας αποκαλούν. Για να πούμε την αλήθεια δεν έχουν και άδικο. Η τρέλα έχει την έδρα της σ’ αυτό το νησί. Όμως είναι μια τρέλα όμορφη. Μια τρέλα ακίνδυνη. Μια τρέλα γεμάτη σάτυρα και γέλιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός τρόπος για να χαρακτηριστεί το κορίτσι με αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου τομ μπόι, το οποίο έχει στερεοτυπικά "αγορίστικη" συμπεριφορά. Θεωρείται πλέον παλαιός κακοποιητικός τρόπος για να χαρακτηριστεί μια λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά.

Τι γυρίζεις όρη σα το σερνικοθήλυκο? Βάλε μια βέστα απάνω σου μια....να νοστιμίσεις τότσο!! (Κερκυραϊκή ποικιλία στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published