Ο τελείως άσχετος με πληροφοριακά συστήματα τύπος που όμως δεν το βάζει κάτω και προσπαθεί. Ο τύπος που, στο μάθημα των υπολογιστών, όταν η δασκάλα έλεγε κουνήστε το ποντίκι μπροστά στην οθόνη, το σήκωνε ψηλά και το κούναγε κυριολεκτικά απέναντι και μπροστά από την οθόνη.

Κατέβασα από το ιντερνέτι τους στίχους των Depeche Mode, είμαι τρελός χάκερ τελικά. (αλλά το εννοεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόλη στο Μεξικό... όπου όλοι γελάνε πολύ.

Το πιάσατε, έτσι;

- Πάμε διακοπές στο el oel;
- Χάχαχαχα. Μέσα. Με χίλια.

Αν δέν το πιάσατε, δείτε και lol, λολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως chatσος, είναι αυτός που συμπεριφέρεται ως τσατσόνι στα chat-rooms, άλλως κουβεντοδωμάτια.

Ετυμολογία του κανονικού τσάτσου:

θεία > θεια > τσα > τσατσά > τσάτσος.

Μπήκε χτες ένας chatσος στο chat και τά 'κανε όλα λίμπα!

Κωνσταντίνος Τσάτσος (από Dirty Talking, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άφρακτο παραπλήσιο ασύρματο δίκτυο, εις ο συνδεόμεθα λάθρα. Από εδώ.

Να τους έχει καλά ο Θεός τους απανταχού γείτονετ (ας κάνουμε όλοι όμως συνετή χρήση).

— Τι έγινε τελικά έβαλες ιντερνέτ στο σπίτι;
— Για την ώρα βολεύομαι με ένα γείτονετ. Ξέρεις, κάνα μαίηλ, στοίχημα και χρηματιστήριο. Άμα το κλειδώσει θα δω.

(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γειτόνεξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης codec, ενός πατς που έχει να κάνει με την αποκωδικοποίηση αρχείων βίδεο στους κομπιούτορες και καθιστά δυνατή την εκτέλεσή τους από τον πλέυερ.

Και επειδή, όπως λέει ένας ξάδερφός μου, γιατί εγώ απ' αυτά δεν ξέρω, όλη η κενωνία βλέπει τσόντες στα πισιά, ε, το λογοπαίγνιο είναι μπανάλ και εύκολο.

- Ξέρεις που να βρω τσόντεκ να δω το μικρό σπίτι στο λιβάδι που το κατέβασα σε ντιβέξ;
- Ψάξε στο κόντεκς τελεία τζηάρ.
- Ααααχχχ, Νέλλυ μου θα σε δω πάλι...να ξέρεις εγώ πάντα σε αγαπούσα, κι ας σε έλεγε η Λώρα καργιόλα όλη την ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μόντεμ στο δίκτυο του αστειάτορα.

Κυριολεκτικά μαντέμι είναι ο χυτοσίδηρος, κράμα σιδήρου με άνθρακα.

Τράβα ένα ρισέτ στο μαντέμι και είσαι ΟΚ.

(από Kilerakias, 22/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτεΐνη του τρίτου κύκλου του Κρεμπς, της ανοσιοδιασταλτικής γονιδιακής φωσφατίνης, της οικογένειας των φεϊσμπουκιδών.

Εμφανίζεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με απλή ενεργητική μορφή, είτε στην βαρύτερη αυτοάνοση και αυτοπαθή. Πρόκειται για την ανάγκη κάποιου να βγάζει στη φόρα τα σώψυχα, τα σώβρακα και τα γκαγκά του προς άγραν μερικών like, να δημοσιεύει hoaxes τόσο προφανή όπως «Σοκ, δείτε τον άνθρωπο που έφαγε 2.5 κιλά φασολάδα βραστερή και δεν έκλασε» ή «chain messages» σαν το κλασικό «στα 12 shares που θα γίνουν απ το δικό σου μεγαλώνει ο παργαλάτσος σου 12micron».

Η δράση της είναι άμεση, καταπραϋντική και αντιγηραντική. Εκλύεται ακόμη με δημοσίευση τραγουδιών με άποψη και σπάνιων, που κανείς δεν ξέρει όπως το «nothing else matters», «losing my religion» αν πρόκειται για ξαναμμένο ροκά ή τη «συννεφιασμένη κυριακή» αν είναι λαϊκό παιδί. Από κάτω βάζει πρώτος το like παίρνοντας την ημερήσια συνιστώμενη δόση του. Αυτή είναι και η βαριά μορφή της μεταλλαγμένης likeίνης, εφάμιλλη του αυνανισμού μπροστά σε καθρέφτη με φαντασίωση φτασμένου γαμιάς.

Ρε μαλάκα θα τη μπλοκάρω την Τασούλα απ το φουμπου, έβγαλε φωτό την πρώτη ματωμένη σερβιέτα της, τζάνκι για likeίνη έχει καταντήσει.

(από Khan, 28/11/13)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδεξιότητα στην αναζήτηση προσώπων, πραγμάτων, διαφόρων πληροφοριών βρε αδερφέ στα ίντερνετς. Συνήθως στο γκουγκλ ή μέσω φέισμπουκ.

Από το κουνγκ φου (κινεζιστί η επιδεξιότητα, κατά κανόνα σε σχέση με κάποια πολεμική τέχνη) και τον γούγλη.

- Καλά, Λουκία μου, που να στα λέω... Ανακάλυψα τελικά πως λένε τον σκύλο της νυν του πρώην μου/εκείνη την προσφορά για πεντακόσιες καπότες με γεύση τζατζίκι «Υφαντής»/το κομμωτήριο του Αλκινόου Ιωαννίδου!
- Έκτακτα, Φροσάκι μου, έκτακτα. Είσαι σωστή θεά! Δεν παίζεται το γκουγκλ φου σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το πίξελ ή εικονοστοιχείο (<PICture ELement = στοιχείο εικόνας) είναι ένα «σημείο» μιας εικόνας που εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή, για το υπολογιστικό σύστημα, ένα δείγμα πληροφορίας, το πήξελ με ήτα είναι μονάδα μέτρησης του πηξίματος. Εφαρμόζεται σε μούνες και συνήθως μετριέται σε μέγκα-πήξελ ή γκίγκα-πήξελ.

Άσ' τα να πάνε, 5-1 με παίζει, μιλάμε για τρελά γκίγκα-πήξελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified