Further tags

Χιουμοριστικά, ο τηλεφακός ή το τηλεσκόπιο ή το κυάλι. Χρησιμοποιείται και για αθώους και για πονηρούς σκοπούς.

Ετυμ. < τηλέ + μπανίζω

- Θέλω καινούργια φωτογραφική! Μια DSLR, ρε φίλε! Κι ένα φακό μ' αρχίδια!
- Γιατί, ρε, δε σου φτάνει η κόμπακτ που έχεις; Μια χαρά φωτογραφίες βγάζει.
- Ρε παιδί μου, είμαι ξερωγώ σε νησί για διακοπές και τραβάω αμέριμνος με τη μηχανούλα μου, και ξαφνικά σκάνε διακόσοι τουρίστες γύρω μου με δυο-τρεις τεράστιες DSLR ο καθένας και κάτι τηλεμπάνιστρα ΝΑ με το συμπάθιο, και κομπλάρω!
- Δηλαδή αισθάνεσαι μικροτσούτσουνος.
- Αμ μπράβο!

Για οικονομικό τηλεμπάνιστρο, θα πρότεινα τα τηλεσκόπια της Canon ή Nikon που παρέχουν 40~60x με σχετικά μικρό κόστος. Υπάρχουν adaptors για SLR στο προσοφθάλμιο. Η εικόνα δεν είναι τόσο κακή, το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα είναι η σφαιρική παραμόρφωση. [από φόρουμ]

- Είχα στήσει, που λες, το τηλεμπάνιστρο στην ταράτσα (κοψοχρονιά από Ρωσοπόντιο το 'χα πάρει, και μια Ζενίθ δώρο), να χαζέψω τον έναστρο νυχτερινό ουρανό, και ξαφνικά μου 'ρχεται πέτρα απ' το απέναντι μπαλκόνι! Ο γείτονας είχε αρχίσει τα μπαλαμούτια με τη γκόμενα, και νόμιζε ότι ήθελα να πάρω μάτι, κατάλαβες; Παρεξήγηση!
- Καλά, ναι, παρεξήγηση... Μας έπεισες.
- Καλέ αλήθεια σε λέω!

Επειδή οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί του τύπου «Κόφτης-Φόβητρο» είναι θρασύδειλοι, αν απειληθούν μαζεύονται, εκτός και αν ανήκουν ταυτόχρονα και στην κατηγορία «τρελός», οπότε τότε την έχεις κάτσει τη βάρκα και δεν βλέπεις πτυχίο ούτε με τηλεμπάνιστρο. [από μπλογκ]

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνολο κανόνων και μηχανισμών λειτουργίας που διέπουν τη ζωή ενος γκικ.

Λέγεται πειραχτικά για άτομα που η μέρα τους ξεκινά και τελειώνει μπροστά από έναν υπολογιστή, είτε λόγω των συνεχών προσπαθειών τους να τον overclockάρουν, είτε γιατί λιώνουν σε οποιαδήποτε εκ των παρακάτω συνηθειών: παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού γνωστών/αγνώστων στοιχείων (πάντα μέσω του υπολογιστή), παρακολούθηση των συνηθειών ανύποπτων κορασίδων σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης (stalking αγγλιστί), ηλεκτρονικά παίγνια μέχρι τελικής πτώσεως και άλλες χλιμιτζουριές.

Όλα αυτά, έναντι αντίξοων συνθηκών, όπως την αιφνίδια εισβολή της μητέρας τους στο υπόγειο, το hamster που πρέπει να του αλλάξουν τα ροκανίδια για να μπορεί να χέσει, την τουαλέτα που βούλωσε για άγνωστους για αυτούς λόγους, κλπ.

- Ρε συ, κανένα νέο από τον μαλάκα τον Νίκο έχεις; Έχω να τον δω, χρόνια και ζαμάνια.
- Γάμησε τα, από όταν χώρισε με τη Μαρία όλο μέσα μένει, μπροστά από ένα PC. BIOS και πολιτεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Αποστολή» μηνύματος, χεσεμές, μέιλ, κλπ ηλεκτρονικών ντεβίτσιων. Χαριτολογώντας πάντα.

- Και πώς το στέλνω;
- Πατάς Αποστόλη κι έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το πίξελ ή εικονοστοιχείο (<PICture ELement = στοιχείο εικόνας) είναι ένα «σημείο» μιας εικόνας που εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή, για το υπολογιστικό σύστημα, ένα δείγμα πληροφορίας, το πήξελ με ήτα είναι μονάδα μέτρησης του πηξίματος. Εφαρμόζεται σε μούνες και συνήθως μετριέται σε μέγκα-πήξελ ή γκίγκα-πήξελ.

Άσ' τα να πάνε, 5-1 με παίζει, μιλάμε για τρελά γκίγκα-πήξελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα γνωστά σε όλους μας iMac της Apple, σε αρχαιοελληνική εκτέλεση.

- Ρε συ!.... είδες τα καινούργια ιμάκια που έφτιαξε το μήλο ;;;;
- Ναι ρε φίλε... απίστευτα... Καλά, αυτός ο Στέφανος ο Εργασίας (Steve Jobs) πρέπει να έχει πολύ νιονιό ρε φίλε...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των «μικρό» και «μαλακός»... είναι θα λέγαμε η μετάφραση της Microsoft στα ελληνικά...

Και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι χρησιμοποιούσαν μικρομαλάκιον στους υπολογιστές τους.

Μικρο μαλάκιον (από GATZMAN, 27/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από αντίστοιχες εκφράσεις στα Αγγλικά (ask Wiki), Γερμανικά (frag Wiki), Κελοιπά (klp. Wiki):

  1. Παρότρυνση προς συνομιλητή να ψάξει αυτό που ρωτάει στη Wikipedia (Βίκυ+παιδιά).

  2. Γείωση και ξεφόρτωμα - you talkin' to me; - κάποιου που θέτει βαρετή ή ενοχλητική ερώτηση που απασχολεί μόνο εκείνον - Houston, he has a problem.

- Να σου πω βρε Άρη Παπ, ισχύει αυτό που λέει η καινούργια σλανγκογραμματική που αγόρασα ότι το λήμμα «τιτιβικυβισμός» είναι περίπτωση contaminatio;
- Μη σε πάρω στ' αρχίδια μου, ρώτα τη Βίκυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλία δύο ατόμων που τηλεφωνούν ταυτόχρονα από διαφορετικές γραμμές σε τρίτο, ο οποίος έχει βάλει το ακουστικό από το ένα του τηλέφωνο στο μικρόφωνο του άλλου.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το τηλεφωνικό σεξ, εκτός κι' αν μιλάμε για τηλεφωνική παρτούζα.

Δες ακόμη: εξηνταεννιά.

— Ναί.
Έλα ρε Μίστερ Υπόχονδρε, πώς πάς;
— 'Ελα ρε. Πώς να πάω, τα ίδια σκατά, πυρετός και συνάχια κι' αηδίες. Άσ' τ' αυτά και πές μου για τη χθεσινή τώρα. Πώς ήταν;
— Ά, μεγάλη ρουφοκαυλέτα.
— Καλύτερη απο Λόλα;
— Τρρρ'λός εισαι;... Ίσαμε πέντε κιλολόλ.
— Τί λέ' ρε μαλάκα;! Και πώς την είπαμε;
— Πιπίτσα.
Αυτά ειναι. Πότε θα μας τη γνωρίσεις;
— Γίνε 'σύ καλά κι' οποτε θ-... όπ, κάτσε λίγο ρ' εσύ, το κουνιστό... [Ναί;... Ά, έλα ρε κούκλα! Πολλά χρόνια θα ζήσεις... Ναί... Νά εδώ, μιλάω στο σταθερό με τον κολλητό... Ναί, ναί...]
— ΡΕ!
— [Μπά όχι, δέ κανόνισα...]
— ΡΕΪ! ΒΑΛ' ΤΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
— (Σκάσε ρε μαλάκα!) [Ναί ρε κούκλα, αμέ... Άμα είναι μηνυματιζόμαστε... Αχά...]
— ΦΕΡΕ ΡΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΙ' ΕΜΕΙΣ, ΠΑΡΤΟΔΟΥΛΕ!
— [Δέ μου λές, θα φέρεις και καμιά φίλη σου μαζί;...] (Κόφ' το ρε βλάκα!) [Τί;... Α όκέι... Γαμώ, κυριλέ... Ναί... Έ, δέν ξέρω αν θα μπορεί, θα δώ... Έ;... Όχι-όχι! να τη φέρεις εσύ, και βλέπουμε!... Ναί... Ναί κούκλα, ναί... Έγινε, ναί... Άντε... Ναί, ναί, τσάο-τσάο, ναί, γειά...] Έλα ρε μαλάκα.
— Καλά, τί μαλάκας είσαι; Φέρ' την γιά 'να τηλεφωνικό εξηνταεννιά να κάνουμε παιχνίδι ρε πούστη, τί παρτάκιας...
— Άντε βρε βλάκα, «τηλεφωνικό εξηνταεννιά» να πούμε...
— 'Ντάξει, τουλάχιστον ξηγήθηκες ντάμπλ ντέιτ, δέ λέω. Τί ώρα είπατε;
— Άρρωστος δεν ήσουνα εσύ;...
— Έλα μωρέ, «άρρωστος»... Τριανταέξ' κι' εννιά πυρετός ειναι;...

(από vikar, 23/09/10)Αυτός μπορεί και το κάνει με τον εαυτό του! (από Vrastaman, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified