Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».

Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.

Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.

Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.

  1. - Wow! Καραlike φίλος! Και γαμώ τα βίντεα ανέβασες! Ι χα!

  2. - Tι λέει το βρώμικο; Καλό;
    - Καραlike σε λέω!

(από Khan, 24/12/13)(από Khan, 28/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του unfriend, ήτοι του να διαγράφω κάποιον από φίλο στο facebook ή από άλλη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Ο εκλεκτός συσλανγκιστής Sarant αναλύει τον νεολογισμό ενδελεχώς εδώ.

Προσοχή όμως: άλλο το ξεκάνω φίλο και άλλο το ξεκάνω τον φίλο.

Εναλλακτικά, ξεφιλιώνω ή αποφιλοποιώ.

- «Ξεκάνω φίλο» αλλιώς «unfriend». Αυτή είναι η λέξη της χρονιάς από το νέο λεξικό της Οξφόρδης για φέτος. (ΤΑ ΝΕΑ, εδώ)

- η πρώτη χάρη που θα κάνω στην #deva είναι που θα ξεκάνω φίλο μου τον @loukasm και θα απαγορέυσω κάθε επαφή μόλις αρχίσει να καταλαβαίνει...
(στη πράξη, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αριστερό» σερφάρισμα ή ποντίκωμα αποκαλείται ο on-line αυνανισμός, το να πλοηγείσαι δηλαδή στο διαδίκτυο με το αριστερό σου χέρι, καθώς το δεξί ψυχαγωγεί τον μπαργαλάτσο.

Πρόκειται για Ελληνική απόδοση των left-hand surfing και left-hand mousing.

Βαγγέλης: Γιο, πάμε για κανά μπυρόνι;

Πέρι: Έχω ραντεβού για αριστερό ποντίκωμα με το Kitty_Darling69 που γνώρισα στο πεηντάρ.gr

Βαγγέλης: Έχει πιξελιάσει το μουνί σου στο cyber-φραπέ, ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified