Όπως συνάδεται από τον ορισμό σλανγκ της αγαπητής συνοδοιπόρου, «Jargon» ή «επαγγελματική ιδιόλεκτος», αναφέρεται σε ορολογίες (συντμήσεις, εκφράσεις, ακρώνυμα), σε σχέση με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, επάγγελμα ή ομάδα. Περιγράφει την συγκεκριμένη «γλώσσα» ανθρώπων που εργάζονται στον ίδιο χώρο ή που έχουν κοινά ενδιαφέροντα.

Υπό αυτή την έννοια η jargon μοιάζει ή (τολμώ να πω) προβιβάζεται σε slang, τουλάστιχον στις περιπτώσεις όπου γίνεται παράφραση/εμπλουτισμός «παραδοσιακών» jargon συνήθως με χιουμοριστική διάθεση, όπως αποδεικνύουν πλείστα λήμματα του τιμημένου slang.gr (RTFM, FUBAR, μήδι, clopy paste, πσάρεμα, LMFAO κλπ.).

Στο δια ταύτα, ως Corporate Slang αναφέρω τους όρους που μοιάζουν μεν με jargon στον Επιχειρηματικό κόσμο (ιδιαίτερα της αλλοδαπής και ειδικότερα στις ΗΠΑ), πλην όμως, αποτελούν «άτυπους» όρους (και γι’αυτό θεωρώ σλάνγκικους), οι οποίοι λόγω του ειρωνικού/χιουμοριστικού τους περιεχομένου, μάλλον χρησιμοποιούνται μεταξύ εργαζομένων και σίγουρα όχι στο Boardroom (βλ. κριτήρια 2 και 3 στο τμήμα 1 του σλανγκ). Μια συλλογή των καλυτέρων που κυκλοφορούν ακολουθεί:

Blamestorming
Συγκέντρωση επαγγελματιών σε γκρουπ, ανοιχτή συζήτηση γιατί ένα έργο πήγε κατά διαόλου και ποιος φταίει.

Seagull Manager
Ένας μάνατζερ που καταφθάνει «αεροπορικώς», κάνει πολύ θόρυβο, χέζει τα πάντα και μετά φεύγει.

Salmon Day
Η εμπειρία του να περνάς όλη σου τη μέρα κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα, μόνο και μόνο για να πεθάνεις στο τέλος.

Assmosis
Η διαδικασία μέσω της οποίας ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να απορροφούν επιτυχία και προαγωγές, με το να γλείφουν το αφεντικό αντί να δουλεύουν.

Percussive Maintenance
Η τέχνη του να χτυπάς, κλωτσάς, γρονθοκοπείς ένα μηχάνημα για να το κάνεις να δουλέψει.

Bangalored
Να απολύεσαι γιατί η θέση σου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

PowerPointless
Τσίλικα γραφικά και animations παρουσιάσεων, τα οποία αποσπούν την προσοχή του κοινού αντί να επεξηγούν.

Treeware
Geek-speak για οτιδήποτε είναι τυπωμένο σε χαρτί.

Turd polishing (γυάλισμα κουράδας)
Βρίσκοντας θετικά πράγματα σε μια δύσκολη κατάσταση.

Work Spasm
Η εξαιρετικά παραγωγική (αλλά συνήθως σύντομη) περίοδος εργασίας, αμέσως μετά τις διακοπές.

Ίσως η πιο ολοκληρωμένη και αβλεπί η πιο αστεία χρήση της Corporate κουλτούρας και Jargon, είναι ο Dilbert του Scott Adams.

- Τι έγινε ρε με τον χαμό προχθές;
- Τι να γίνει, το project πήγε τρίσκατα οπότε μαζεύτηκε όλη η ομάδα για ένα χέσιμο από το αφεντικό και φυσικά ένα δημιουργικό Blamestorming. Το χειρότερο ήταν ότι ήταν εκεί και ο νέος Διευθυντής Μάρκετινγκ.
- Ποιός ο Λούλης; Καλά αυτός είναι εντελώς Seagull Manager. Δεν τον βλέπω να κρατάει πάνω από 1 μήνα...

(από Desperado, 08/07/09)(από Desperado, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ατάκες, διαφημίσεις, γιουτουμπάκια, γαμήδια, κ.ταλ. εξαπλώνονται αστραπιαία δίκην ιογενών μιμηδίωνε μέσω κοινωνικών δικτύων, μουμουέ, ή από στόμα σε στόμα.

Πρόκειται για συνηθισμένο μηχανισμό εξάπλωσης σλανγκικών νοσημάτων.

Αγγλιστί: to go viral. Βλ. επίσης, viral marketing.

- Το πολυσυζητημένο βιντεάκι της «I am Hellene» έγινε αυτή τη βδομάδα το πιο πρόσφατο ελληνικό βάιραλ με πάνω από 1.000.000 χτυπήματα...
(εδώ)

- ...ιιιι χωρίς πλάκα έχει γίνει βάιραλ!
(Galadriel, αναφερόμενη στην μουνίδα)

- Τράτζικ!
(Μπένι, φορέας σχετικού βάϊρους, προς παιδαριογέροντα Τσίπρα, εκεί)

Κάνε μου βάιραλ (από Vrastaman, 07/05/12)Βάϊραλ απάντηση στην ιογενή Hellene. (από Vrastaman, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κοπυπαστώνω, κοπυπάστωμα

Άθλια ελληνοποίηση του «κάνω copy-paste», όχι όμως πιο φρικτή από το «κάνω αντιγραφή κι επικόλληση».

Βλ. επίσης: σιπάρω, κοπυπαστατζής.

1.
Σκέφτηκα λοιπόν να ανεβάσω ένα από αυτά τα παλιά άρθρα και… βλέπουμε για τα υπόλοιπα. Πάντως, δεν κοπυπαστώνω: έχω χτενίσει το παλιό άρθρο, έχω προσθέσει μερικά, έχω ενσωματώσει κάμποσα πράγματα από τα (λιγοστά, τότε) σχόλιά σας.

2.
ΕΜΕΙΣ Δ Ε Ν ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΜΕ Τ Ι Π Ο ΤΑ ΑΠΛΑ, ΠΑΠΑΓΑΛΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΗ ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΣΑΜΕ ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ…

3.
ΚΑΤΙ ΚΟΛΛΗΣΕ ΣΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ..Η ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΣΑ ΣΤΟ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΜΑ...ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΟΚΑΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ....:-)

4.
- κοπυπάστωμα -> copy/paste, copying and pasting
- Έκτρωμα δεν είναι ο όρος; Απορώ πώς το χρησιμοποιούν ορισμένοι...
- Αλήθεια, σε ρήμα πώς θα ήταν; Κοπυπαστώνω (με μπόλικο αλάτι;) ή κοπυπαστάρω; :Ρ
- Το «κοπυπαστώνω» θυμίζει παστά, το «κοπυπαστάρω» πάστες, ακόμα και το «κοπυπαστίζω» θυμίζει παστίτσιο. Δεν πεινάω, αλλά έτσι μου ακούγεται.
(διάλογος διερμηνέων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη crash = συντρίβομαι, καταρρέω.

Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις χρήσης του όρου αναφέρονται ακολούθως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει:

α) Δυσλειτουργία ενός προγράμματος, ενός συστήματος, μιας συσκευής, κλπ. (βλ. παρ. 1)

β) Διάλυση και αποδιοργάνωση, ως συνέπεια κάποιας κατάστασης που τυχαίνει να έχει φθοροποιά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε, π.χ. για περίπτωση:

  • υπερβολικής κούρασης, συνεπακόλουθης κατάπτωσης και αδυναμίας ανάκτησης ψυχοσωματικών δυνάμεων κάποιων. Μιλάμε, δηλαδή, για κάποιους που καταντούν, για επισκευή και πέταμα.
  • θλιβερού γεγονότος, αρρώστιας (δικής μας ή κάποιου προσφιλούς μας προσώπου), συναισθηματικής αναστάτωσης, με διάφορες επιβλαβείς συνέπειες σε ορισμένους τομείς της ζωής μας.
  • μεγάλης πόσης.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

γ) Διάλυση και αποδιοργάνωση ως συνέπεια κάποιας αναμενόμενης φθοροποιού κατάστασης. Μιλάμε, π.χ: για αδυναμία ανάκτησης δυνάμεων κάποιων λυκόπουλων. Ο άνθρωπος έχει και καλά, καλή εγγύηση λειτουργίας για ορισμένα χρόνια. Από κει και πέρα ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα φθείρει, φθείρει κι αυτόν, που κάποτε, μπορεί να λειτουργούσε ως, μηχάνημα μ' αρχίδια, αλλά τώρα λειτουργεί ως, αρχίδια μηχάνημα (π.χ: δε θυμάται βασικά πράγματα, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

δ) Αίσθηση ανατροπής, όταν απίθανα κι απρόσμενα πράγματα, διεγείρουν τις αισθήσεις μας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως έχει αποδιοργανωθεί η τάξη και η ισορροπία των πραγμάτων. Ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται. (βλ. παρ. 4).

  1. Μόλις πάω λίγο να ανοιξω ένα προγραμματακι ( δηλαδη να φορτώσω λίγο το CPU ) τοτε τα βρίσκει σκούρα και κρασάρει. Δες εδώ.

  2. Έχω κρασάρει αυτές τις μέρες από την πολλή κούραση στη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο.

  1. - Απ' όσα κι αν του 'λεγα, ζήτημα αν θυμόταν κάνα δυο θέματα
    - Εμ... έχει καβαντζάρει τα όντα εδώ και κάμποσα χρόνια. Έχει κρασάρει ο δίσκος του πια. Έχει κάψει RAM.
  1. Αλλά με όσα βλέπουν τα μάτια μου και ακούν τα αυτιά μου, με προδοσίες από εμάς τους ίδιους, θα κρασάρω κάποια στιγμή. Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες:

  • Σουργελώδης εκδοχή του μπλοκαρίσματος. Για τους ορεσίβιους και τους υστερικούς του μέλλοντος, όταν κάνω πλοκ ή πλοκάρω κάποιον, παύουμε να βλέπουμε τα αντίστοιχα προφίλ μας και διακόπτεται κάθε δυνατότητα επαφής μας στο φουμπού ή σε άλλο μέσο κενωνικής δικτύωσης.
  • Η μορφή πλοκάδα προϋπήρχε του φατσομπουκικού πλοκ και φοριέται κανονικά από γκίκουλες και φρίκουλες ως απόδοση του όρου block, με την έννοια: «οριοθετημένη ομάδα στοιχείων π.χ. δεδομένων, εντολών προγράμματος ή και διατάξεων ή οργάνων που αντιμετωπίζονται —για κάποιο σκοπό— ως μία οντότητα» (βλ. εδώ).

Πέον να σημειωθεί ότι βάσει πορτοκαλίζουσας αποσυμπίλησης, η πλοκάδα ευθυμολογείται εκ της αρχαιοελληνικής λέξης πλοκάς (γεν. πλοκάδος, παράγωγο του ρήματος πλέκω) που σήμαινε «πλεξούδα μαλλιών» (βλ. εδώ).
* Πλοκ (προφέρεται: πππλοκκκ), τέλος, αποκαλείται και το μπλογκ εις την μαρτυριάρικην μεγαλόνησον.

Μπλοκάρω

1. Γαμώτο, τι βίτσιο κι αυτό να θέλω να βλέπω όλοι τι γράφετε, όχι μόνο δεν κάνω πλοκ με αυτά που διαβάζω, αλλά ούτε ανφόλο.

2. Κούκλα κανεμε αδδ ειμαι πλοκ

3. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του dim/art, οι δύο πολιτικοί άνδρες ήταν φίλοι στο facebook, ο δήμαρχος του Λονδίνου όμως έκανε πλοκ τον Έλληνα βουλευτή, επειδή εκείνος κοιτούσε τις φωτό του και δεν έκανε ποτέ λάικ.

Πλοκάδα

1. Η εντολή if χρησιμοποιείται για να ελεγχθεί μια συνθήκη και εάν (if) η συνθήκη αυτή είναι αληθής, τότε εκτελείται ένα σύνολο ή πλοκάδα εντολών (που ονομάζεται if-block), διαφορετικά (else) γίνεται επεξεργασία ενός άλλου συνόλου εντολών (που ονομάζεται else-block). Η χρήση του όρου else είναι προαιρετική.

2. Στο ΓΕΣΥ παρουσιάστηκε και πολυσέλιδο έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονταν όλοι οι όροι τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής (δηλαδή όροι που περιέχονται στις βάσεις όρων TELETERM και INFORTERM) που περιλαμβάνουν την πλοκάδα και συγγενικές λέξεις που προκύπτουν με παραγωγή ή σύνθεση από αυτήν. Όλοι οι όροι αυτοί είναι 377 και προέρχονται από 125 πηγές – πρότυπα και άλλα τυποποιητικά έγγραφα. Στους όρους αυτούς εκτός από την πλοκάδα περιλαμβάνονται ως συνθετικά και οι ακόλουθες συγγενικές λέξεις: πλοκάδα, μακροπλοκάδα, κυτταροπλοκάδα, ραδιοπλοκάδα, υποπλοκάδα, πλοκαδοεφαρμογή, πλοκαδοσχηματομορφή, πλοκαδικός, πολυπλοκαδικός, διαπλοκαδικός, πλοκαδοποίηση, πλοκαδοποιημένος, πλοκαδοπαγής, πλοκαδοτροπικός.

Μπλογκάρω

1. Η αλήθκεια το bacon είναι religion haha [άστε το, insiders joke...τζαι είμαι σίουρη κάποιος που δαμέ όλον τζαι θα δκιαβάζει το πλοκ] .

2. σχολιάσαμε το πολύ όμορφο κείμενο του φίλου και συναθλητή Μιχάληπου φιλοξένησε στο πλοκ του ο Χρίστος.

3. εν φκαίνει σε άλλα χρώματα. Μαύρον όπως την καρκιάν μου, όπως το πλοκ μου τζιαι όπως το τρίχωμαν μου :) Για την τιμή σκέφτου ότι εν είμαι καμιά εταιρεία που θα τυπώσει shιλιάες τζιαι θα πιάσει τιμές καλές :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πουσάρω προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης push = σπρώχνω.

Η χρήση του όρου αναφέρεται, σε κάποιον που ωθεί τον εαυτό του πέραν των ορίων του, μέσω συγκεκριμένης δραστηριότητας επαύξησης των επιδόσεών του, π.χ. εκγύμνασης. (Δες παράδειγμα 1)

Θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε και για ώθηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κάποιου μηχανήματος (π.χ. συχνότητα επεξεργαστή Η/Υ) πέρα από τα όρια του, μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, π.χ. διαδικασία υπερχρονισμού επεξεργαστή Η/Υ (overclocking process). (Δες παραδείγματα 2, 3)

Η διαδικασία επαύξησης των επιδόσεων, στην οποία αναφερθήκαμε στις παραπάνω περιπτώσεις, λέγεται πουσάρισμα, εκ του πουσάρω. (Δες παράδειγμα 3)

Μιλάμε για μία διαδικασία που ενέχει ρίσκο και εγκυμονεί κινδύνους.
Όταν ξεπεραστούν τα όρια λειτουργίας (π.χ. όρια που προβλέπονται από τον κατασκευαστή ενός μηχανήματος) ή όρια των δυνατοτήτων κάποιου, μπορεί να συμβούν δυσλειτουργίες ή και καταστροφικά αποτελέσματα ακόμα.

Γι' αυτό, λοιπόν, η διαδικασία πουσαρίσματος ενέχει ρίσκο. Το ασφαλές της διαδικασίας εξαρτάται από τη γνώση των παραμέτρων που την επηρεάζουν και από την ευθυκρισία και την εμπειρία αυτού που ασχολείται με αυτήν, σχετικά με το βαθμό παρέμβασής του στο χειρισμό ανάλογων καταστάσεων στο παρελθόν.

  1. Βασικά, στον στρατό δεν πας για να μπεις νωρίτερα στην ζωή αλλά για να μην μπεις νωρίτερα. Ο στρατός είναι κολλέγιο με αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Στον στρατό εγώ πήγα για να να πουσάρω λίγο το σώμα (ΣΕΑΠ), να 'σπρώξω' Ολλανδέζες και Δανέζες στην Κω
    Δες

  2. Ναι, εγώ γουστάρω το πισί μου να αποδίδει τα μέγιστα και θα πουσάρω τον επεξεργαστή του μέχρι να βγάλει σπίθες.
    Δες

  3. Το overclocking, ή αλλιώς πουσάρισμα, είναι μία διαδικασία με την οποία ωθούμε τον επεξεργαστή να λειτουργήσει σε μεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν που είναι κατασκευασμένος. Σήμερα, όμως, αυτή η τεχνική δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο στον επεξεργαστή. Μπορούμε να πουσάρουμε ακόμα και τις κάρτες γραφικών, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, με τα διάφορα προγράμματα που κυκλοφορούν.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιγράφω κάποιο πρόγραμμα, οπτικό δωδ ή ακουστικό δισκίλιο προκειμένου να το αποθηκεύσω στο σκληρό, σε στικάκι, και ταλιμπάν και να το μοιραστώ με τους τσιμπητούς μου.

Εκ του αγγλικού rip, ξεσκίζω.

- Ρίχνω ξεσκόνισμα στη δισκοθήκη με τα cdιά μου να βρώ το κατάλληλο κομμάτι που με εμπνέει, και θα ριπάρω σε 320kbps!
(εδώ)

- Εάν ριπάρουμε ένα cd σε μορφή Flac θα πάρουμε όλες τις πληροφορίες , αλλά με το μισό όγκο. (εκεί)

- Τι να ριπάρω ρε -ο Τζακ δε Ρίπερ είμαι; Έλα από δω με το καλό και θα δούμε μαζί τις ταινίες χομ σίνεμα!
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιτ εκ του just in time, ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα.

- Τι ώρα πήγε ν' ανοίξω ρολά;
(βαράνε καμπάνες την ώρα από το υπερπέραν)
-Τζιτ, εννιά !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified