Further tags

Με χρήση λογοπαίγνιου, ταυτίζουμε και καλά τη λέξη ιος με τη λέξη υιός.

Στην παρούσα φάση, υπονοείται και καλά ως πολύτεκνος κάποιος, του οποίου ο Η/Υ, (ως επέκταση του εαυτού του) έχει γεμίσει...ιούς.

Η εκφορά του όρου μπορεί να γίνει είτε από τον ίδιο τον παθόντα, είτε από κάποιον γνωστό του πρός αυτόν ή πρός άλλους (π.χ: στα πλαίσια κουτσομπολιού).

Η δε εκφορά του όρου μπορεί να λεχθεί είτε με χιουμοριστική, είτε με ειρωνική διάθεση για την αμέλεια του παθόντα, για επαρκή προστασία του υπολογιστή του από ιούς (μέσω καλού και πάντα ενημερωμένου αντιϊκού προγράμματος).

- Άσε ρε! Γέμισε με ιούς ο υπολογιστής μου.
- Ώπα ρε! Πολύτεκνος, ε; Ποιος σε πιάνει τώρα ρε με το επίδομα πολυτέκνου που θα πάρεις;
- Κοροϊδεύεις;

(από GATZMAN, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω αυτό που θέλω παραβλέποντας τις γνώμες των υπολοίπων (μπαμπαδίστικη κατά κύριο λόγο έκφραση).

Η φράση χρησιμοποιείται και όταν κάποια αντικείμενα / μηχανήματα δεν λειτουργούν ως οφείλουν προσπαθώντας να μας αποδείξουν ότι διαθέτουν προσωπικότητα.

Μάνα προς το πιτσιρίκι που έχει επιστρέψει κάθιδρο από το παιχνίδι:
Σου είπα να προσέχεις να μην ιδρώσεις γιατί θα κρυώσεις αλλά εσύ κάνεις του κεφαλιού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ίντερνετ χρησιμοποιείται όταν ο λογαριασμός κάποιου σε κάποια διαδικτυακή κοινότητα (π.χ. site ή forum) ή σε πρόγραμμα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Myspace) απενεργοποιείται (για κάποιο διάστημα ή μόνιμα) από τον υπεύθυνο administrator.

Ενεργητικός τύπος: ρίχνω/ κάνω ban
Παθητικός τύπος: τρώω ban

To ban γίνεται συνήθως για τρεις λόγους: για spamming, για trolling ή για stalking. Δηλαδή το ban το τρώει κάποιος που ποστάρει διαφημίσεις, γαμάει την συζήτηση ή ασκεί ψηφιακή τρομοκρατία ή σεξουαλική παρενόχληση σε άλλους χρήστες.

Αν και το ban είναι ανακούφιση για τους υπόλοιπους χρήστες όταν ρίχνεται σωστά, είναι μέγιστη πίκρα για κάποιον όταν το τρώει κατά λάθος ή από παρεξήγηση.

Στην πραγματική ζωή η έκφραση τρώω/ρίχνω ban μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάλογες περιστάσεις (βλ. παράδειγμα 5).

  1. (από εδώ)

«για να μην κουράζω και να μην κολάνε από τα μέλια και τις ρομαντζάδες οι χρήστες του φόρουμ αυτού...

κάνω ban τον εαυτό μου και δεν πρόκειτε να ξαναμιλήσω στο φόρουμ αυτό.
γιατί ρε μοντς κάνετε μπαν τους χρήστες που δεν πρέπει ;»

  1. (από εδώ)
    «ο καθενας λεει τον πονο του...ποιος αλλος θα μας καταλαβει;θα πας στην γκομενα κ θα πεις εφαγα μπαν κ επαθα το ενα κ το αλλο;θα σε κοιταει σαν να της λες οτι ηρθαν εξωγηινοι...»

  2. (από εδώ)

«Αν θα κάνω λίγα Σπαμ
λες να φάω κανά ΜΠΑΝ;

Κανέναν δε θέλω να κοντράρω
παρά μόνο να σπαμάρω

Κάνω όλα τα τόπικ χάλια
άλλα οι συντονιστές τσακάλια»

  1. (η συνέχεια του προηγούμενου, πάλι από εδώ)

«αυτοκράτωρ με φωνάζουν
μπαν τους ρίχνω και τρομάζουν

όλοι να σπαμάρουν θέλουν
και τα τόπικ καταστρέφουν

μεσ τα τοπικ τριγυρνώ
με τα μπαν καραδωκώ

τσικ..τσικ..τσιιιιιιιιιιικ..........ΜΠΑΝ»

  1. Τι έγινε ρε με τη γκομενίτσα που έψηνες; Βγήκατε;
    - Άσε ρε φίλε, μου έδωσε το τηλέφωνό της αλλά από τότε που της είπα να βγούμε έφαγα μπαν!
    - Δηλαδή;;
    - Σταμάτησε να απαντάει στα μηνύματα και δεν σηκώνει το κινητό...

Είναι προσωπικό το δράμα που ξεδιπλώνω μπροστά σας... (από Cunning Linguist, 20/04/09)

Σχετικά: μπανάνα, μπανάκι, μπανιστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία σημαίνει ότι πατάω το μαγικό κουμπάκι του πληκτρολογίου μου και, με μια κίνηση, διαγράφω τον χαρακτήρα, την λέξη, την πρόταση, το κείμενο, το φάιλ, την επαφή, το λινκ, την εγγραφή, την συνδρομή, την επιστολή, τον αποστολέα, την απάντηση, ο,τιδήποτε τέλος πάντων δεν θέλω πια να υπάρχει στο ηλεκτρονικό μου σύστημα και πρέπει να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Εννοείται ότι, αν γίνει κατά λάθος κάτι τέτοιο, πρόκειται -συνήθως- περί μεγάλης καταστροφής. Αλλιώς είναι σκέτη ηδονή η εξυπηρέτηση αυτή που μας προσφέρει η τεχνολογιά.

Κάνω delete όμως και μεταφορικά. Σβήνω από τη ζωή μου ή/και από το μυαλό μου ανθρώπους, σκέψεις, σχέσεις, αναμνήσεις. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για σχήμα λόγου, όχι μόνον γιατί δεν μπορείς με ένα κουμπάκι να τα διαγράψεις όλ' αυτά, αλλά γιατί, απλούστατα, Δεν Μπορείς. Λες ότι το έκανες, αλλά, όπως έχει πει κι ένας σοφός (Γκομπρόβιτς), «ό,τι έχει δει το φως της ημέρας πασχίζει με νύχια και με δόντια να παραμείνει στη ζωή». Άρα το delete, εν τω προκειμένω, δεν είναι παρά ευσεβής πόθος.

  1. - Τώρα πια ο συγγραφέας κάνει delete και σβήνει τα ίχνη της πρώτης γραφής, άμα θέλει. Και άντε μετά να βρεις τις διάφορες φάσεις της συγγραφής ενός βιβλίου.
    - Ναι, καλά. Και χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί, ξέρεις...

(παρεμπίπταμπλυ, αν έχετε όρεξη, ρίξτε μια ματιά στο www.bovary.fr
να δείτε από πόσες διορθώσεις πέρασε το μυθιστόρημα αυτό)

  1. - Πάψε να κλαψουρίζεις και τράβα ένα γερό delete με τη ζωή σου, να ξαναρχίσεις από το μηδέν. Αλλιώς θα σαλτάρεις.
    - Μα προχθές μου έλεγες ότι εθελοτυφλώ και ότι προσπαθώ να ξεχάσω πράγματα που πρέπει να δουλέψω μέσα μου, λυγμλυγμλυγμ...

(από GATZMAN, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update της φράσης «έχεις δει τη μούρη σου (κατ' άλλους: τα μούτρα σου) στον καθρέφτη;» για την εποχή του φατσοβιβλίου.

Η φράση έχει σα στόχο να προσγειώσει και να μειώσει άτομα με πολλούς μα πάρα πολλούς «φίλους».

- Δουλεύω σε promotion για εταιρείες τσιγάρων...
- Έχεις δει ρε τη μούρη σου στο facebook που κάνεις και προμόσιον;

Όταν η φωτό προφίλ είναι κολακευτική... (από Khan, 23/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mode αγγλιστί είναι ο τρόπος, η μορφή συμπεριφοράς (<λατ. modus, βλ. modus vivendi, μόδα). Συναντάται συχνότατα στα προγράμματα των υπολογιστών και υποδηλώνει ότι μια εφαρμογή δουλεύει με έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας από τους πολλούς με τους οποίους έχει εφοδιαστεί από τον σχεδιαστή της, με σκοπό να προσαρμοστεί καλύτερα στις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις απαιτήσεις του χρήστη και να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (βλ. safe mode των windows, edit mode στις βιντεοκάμερες κοκ).

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πως έχουμε εισέλθει σε έναν τρόπο συμπεριφοράς και επιλογών διαφορετικό από τον συνηθισμένο μας διότι, είτε οδηγηθήκαμε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε παρακινηθήκαμε από μια εσωτερική παρόρμηση που μας άλλαξε την ψυχολογία. Η καινοφανής αυτή συμπεριφορά μας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή και λογικά τερματίζεται όταν οι καταστάσεις ομαλοποιηθούν, όταν μας περάσει το σκάλωμα που φάγαμε ή, αλίμονο, όταν μας κόψουν όλοι από φίλο.

  1. - Καφεδάκι, τσιγαράκι, μάτι τα περαστικά παστάκια... Αυτή είναι ζωή ρε φίλε...
    - Ξέρεις ότι απαγορεύεται γενικώς το κάπνισμα από το καλοκαίρι ε;
    - Τι μου σπας τ' αρχίδια τώρα; Δε βλέπεις που μόλις ρούφηξα την πρώτη γουλιά μπήκα σε μοντ χαλαρουά;
    - Νταξ ρε φιλαράκι, με συγχωρείς...

  2. - Πού είσαι ρε κολλητέ, πού σε βρίσκω;
    - Στο δρόμο, τρέχω, λέγε!
    - Εεε, τίποτα μωρέ, είμαι κέντρο κι έλεγα να βρεθούμε για καφεδάκι...
    - Αποκλείεται, ήρθε η τελική παραγγελία και τρέχω σαν πούστης...
    - Πότε θα σε δούμε επιχειρηματία μου;
    - Όταν τελειώσω. Τώρα είμαι σε μοντ παλαβομάρας, ούτε σπίτι μου πάω, στο εργοστάσιο κοιμάμαι, γάμησέ τα...
    - Καλά ρε συ, θα πάω να βρω τα παιδιά από το προηγούμενο παράδειγμα...

  3. - Ρε συ, τι σλανγκοσπέκουλα παίζει με τα λήμματα στο slang.gr;
    - Δηλαδή;
    - Από 9967 το πρωί έχουν φτάσει 9992 το απόγευμα και έχουν κολλήσει εκεί!
    - Σλανγκοΐντρικα! Νομίζουν ότι ο ρουμάνος θα δώσει κανένα βραβείο στον 10000ό κι έχουν μπει όλοι σε μοντ αναμονής με έτοιμο λήμμα...
    - Εγώ πιστεύω ότι οι σέρνερ του σάιτ δεν είναι έτοιμοι για τόση λημματολάσπη. Θα γίνει Y2K! Ο ουρανός θα πέσει στα κεφάλια μας! Μετανοείτε!
    - Α ρε Αφελίμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίσω στο παρελθόν, στις αχαρτογράφητες εποχές της τρυφερής παιδικής ηλικίας της δικής μας και των μεγαλύτερων αδερφών και ξαδέρφων μας, πριν από το ίντερνετ, πριν από τους ίδιους τους οικιακούς υπολογιστές, μια από τις γλυκές αμαρτίες ήταν η επίσκεψη στα ηλεκτρονικά ή αλλιώς ουφάδικα.

Δεν είχες μόνο την μάνα και τον πατέρα να σε κυνηγούν μην τυχόν και σε τσακώσουν εκεί...

Δεν ήταν μόνο η αστυνομία που έκοβε βόλτες πού και πού και, όσο και να πεις, τους φοβόσουνα μη τυχόν σε βάλουν φυλακή και σε γράψουν οι εφημερίδες για κανένα street fighter ή double dragon...

Ούτε απλά τα μεγαλύτερα παιδιά που έβαζαν κατοστάρικο για διπλό και σε νικούσαν με δύο κόμπο ή, αν ήταν λιγότερο βουργούνδιοι ιππότες, απλά σε παραμέριζαν και έπαιζαν με το κρέντιτ σου... [κρεντιτ < credit = πίστωση, οι συμμετοχές στο παιχνίδι που αγοράζει κανείς με κέρματα]

Ή ο μαγαζάτορας που, είτε με πρόφαση, είτε εξαιτίας πραγματικού ντου από την ασφάλεια, σου κατέβαζε το γενικό και σου διέγραφε όλα τα ρεκόρ και τα κρέντιτ σου, αφήνοντάς σε να χτυπιέσαι πάνω σε μια μαύρη, καμπυλωτή (τότε) οθόνη...

Ήταν και ο ίδιος σου ο εαυτός που εθιζόταν και, ως εθισμένος, είχε όλα τα συμπτώματα: παρέες που είχαν το ίδιο σπορ, ψέμματα σε όλους τους παραπάνω για να πάρεις τη δόση σου, χαμένος χρόνος, κόλπα για να χρηματοδοτήσεις την ντόπα σου...

Ένα από αυτά τα τελευταία κόλπα ήταν εναντίον του αφεντικού. Τα πιο τσακαλάκια από την παρέα είχαν πάρει μάτι τον ρουμάνο όταν άνοιγε τον κερματοκουβά και είχαν σταμπάρει τον μηχανισμό. Έτσι, με λίγη εφευρετικότητα, ήρθε η πετονιά.

Έβαζαν λοιπόν οι πιτσιρικάδες διαρρήκτες στην σχισμή ένα κέρμα κολλημένο στην άκρη μιας πετονιάς, το άφηναν να ρολάρει κανονικά στη σχισμή και, μόλις αυτό περνούσε την ακίδα και έπεφτε το πρώτο κρέντιτ, το ανασήκωναν και η διαδικασία επαναλαμβανόταν όσες φορές χρειαζόταν για να μην καρφωθούν ή γίνει κανένα μπλέξιμο στο μηχάνημα. Μετά έβγαζαν τον μηχανισμό με τρόπο και ύφος ocean's eleven και βυθίζονταν στον κόσμο της οθόνης...

Η μέθοδος φυσικά λειτουργούσε και στα περισσότερα μηχανήματα με κέρματα του δρόμου (τσίχλες, γάντζος με αρκουδάκια και ρολόγια) αρκεί να μην το παρατραβούσες με την τύχη σου. Ύστερα, απ' ό,τι λεν οι πληροφορίες μου, μπήκαν δικλείδες ασφαλείας κατά της πετονιάς, αλλά ήδη πια το παιχνίδι ήταν αλλού...

Πέρα από το σλανγκικό ενδιαφέρον που έχει ιστορικά η έκφραση, την καταγράφω διότι τώρα πια, μεταξύ εκείνων των παιδιών που μεγάλωσαν (αλλά έμειναν εννοείται παιδιά), την άκουσα να χρησιμοποιείται και μεταφορικά: Σημαίνει την υφαρπαγή πολλών ευκαιριών που δεν κερδίσαμε με το σπαθί μας, την εκκίνηση με τρία γκολ αβάντζο ή, διαφορετικά, την απόλαυση μιας εμπειρίας χωρίς να την έχουμε πληρώσει όπως θα ήταν ο κανόνας.

(c) και αφιερωμένο στον Ναουσαίο φίλο και προσωπική μου σλανγκομηχανή...

  1. - Ρε μαλάκα Φλοκ τι κάνεις με τη σακκούλα τα ψωμιά πάνω στο Virtua Striker;
    - Κολλητέ μ' έστειλε η μάνα μου για κάτι ψώνια...
    - Ναι;
    - Αλλά πέρασα κλασικά από εδώ και έβαλα πετονιά για κρέντιτ για να το βγάλω το γαμίδι επιτέλους...

  2. - Γιατί δεν γράφεις κι εσύ στο slang.gr ρε φίλε; Αφού είσαι φυσικό ταλέντο!
    - Γουστάρω πολύ ρε συ, αλλά βλέπω τους πρώτους στη βαθμολογία και κωλώνω... Εγώ πρέπει να βάλω πετονιά για κρέντιτ και να πάρω δύο φανάρια αβάντζο για να καταφέρω κάτι...
    - Έλα, δεν είναι πρωταθλητισμός, σλανγκαθλητισμός είναι...

(από stathisbsg, 30/01/10)(από stathisbsg, 30/01/10)(από stathisbsg, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την τιμημένη εποχή που τα σημερινά σιντί ήταν μαύρα, πιο μεγάλα, φτιάχνονταν από βινύλιο και, αν έχεις το Θεό σου, δεν μπορούσες να τα κάνεις mp3 στο πισί γιατί, αν έχεις ακόμη το Θεό σου, δεν υπήρχαν πισί! Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τα τοποθετήσεις σε ένα «μηχάνημα» και να ακουμπήσεις πάνω τους μια βελόνα, η πρωταγωνίστρια του λήμματος, ώστε να αρχίσει να ακούγεται ανάμεσα από τα ενοχλητικά «σπασίματα» και κάποιας υποτυπώδους μορφής μουσική. Είτε το μηχάνημα λεγόταν γραμμόφωνο, είτε «πικ-άπ» (οι κεκαλάδες το ξέρουν μόνο όπως το λέγανε στο χωριό τους: τερντέιμπλ) το αποτέλεσμα ήταν διασκέδαση στο φουλ και ανοιχτά στόματα μιας και δεν πίστευαν ότι αυτό το θαύμα έπαιζε μουσική από το μηδέν και χωρίς να χρειάζεται τύπους με πεντοχίλιαρα στο κούτελο, μπροστά τους!

Αλλά, φυσικά, κάτι πήγαινε στραβά. Συνήθως η βελόνα που ακουμπούσε στο δίσκο και μετέτρεπε αυτά που ήταν γραμμένα σε ταλαντώσεις οι οποίες θα παρήγαγαν ήχο (και με κάποιες άλλες διεργασίες που μάλλον δεν θα καταλάβετε) κολλούσε σε συγκεκριμένα σημεία με αποτέλεσμα η μελωδική φωνή του/της αοιδού να επαναλαμβάνεται σε στυλ: Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (χρουτσουμπλουτζουμπλού) -βιόλες, -βιόλες, -βιόλες κτλ.

Ωσεκτουτού, από τότε χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε επαναλαμβάνει ό, τι κι αν λέει σε βαθμό ενοχλητικό. Η έκφραση ανήκει στην ιστορική αλλά αναντικατάστατη σλανγκ. Δεν έχει νόημα να πεις π.χ. Χάλασε το ματάκι που διαβάζει το σιντι εκτός κι αν το λες στον τεχνικό που θα στο φτιάξει.

- Άσε Μάκη, άσχημα νέα. Έμαθα ότι είσαι σχεδόν τάρανδος. Μόνο το κομμάτι κάτω από τα κέρατα σου λείπει.
- Για κάτσε ρε Λάκη, τι εννοείς;
- Εννοώ ότι το Λιτσάκι κάθε μέρα πάει μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον...
- Ε, κάτσε ρε! Τι έπαθες, κόλλησε η βελόνα;
- Όχι ρε καημένε Ρούντολφ! Απλά με τόσους πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση λαϊκής θυμοσοφίας της εποχής των πανταχού παρόντων κινητών τηλεφώνων που ζούμε και η οποία σημαίνει: αν η κοπέλα σου έκλεισε το κινητό της, είναι για να αφοσιωθεί απερίσπαστη στον μεγαλύτερό σου φόβο, να σου τα φορέσει.

Η προσβασιμότητά μας σε φίλους, συγγενείς και σχέσεις μέσω κινητού έχει γίνει ο κανόνας, μετατρέποντας τις εξαιρέσεις σε κατά τεκμήριο ένοχες.

Παρόλο που προέρχεται από την πρώτη εποχή της διείσδυσης των κινητών και το σχετικό σαβουάρ βιβρ έχει έκτοτε εξελιχθεί, παραμένει κλασική και εύστοχη.

Μεγάλες αλήθειες και μύθοι που τεκμηριώνουν το πραγματικό του λήμματος είναι οι κάτωθι (ακολουθούν σκέψεις και αντικρούσεις εντελώς αντικειμενικές):

- Η κοπέλα μου έκλεισε το κινητό γιατί είναι στη δουλειά και δεν θέλει να την ενοχλήσει κανείς.
- Τότε γιατί το πήρε μαζί της;
- Το χρειάζεται για τη δουλειά της αλλά έχει συχνές συσκέψεις με τα αφεντικά.
- Οι συχνές συσκέψεις είναι ήδη ύποπτες. Κι αν πάρει συνεργάτης;
- Θα το δει όταν το ανοίξει.
- Γιατί δεν το βάζει στο αθόρυβο;
- Μπερδεύεται με τις πολλές λειτουργίες.
- Να το κλείσει όμως ξέρει.
- Αν ήταν να με απατήσει απλά δε θα το σήκωνε.
- Έχεις ευχαριστηθεί εσύ σεξ με ένα κινητό να χτυπά και να μην μπορείς να το σηκώσεις;
- Βγήκε με τις φίλες της, το μαγαζί είναι υπόγειο και με τοίχους από μόλυβδο. Δεν έχει σήμα.
- Το Υπόγειο των Κατσιμιχαίων το έχεις ακούσει; Και τελοσπάντων, πόσο βαθιά πια χώθηκε; Βομβαρδισμό περιμένει;
- Είναι σε αεροπλάνο και έπρεπε να το κλείσει.
- Για να συνεχίζεις να με ακούς, ξέρεις ήδη την πικρή αλήθεια...
- Κινητά-ξεκινητά, εμένα το μωρό μου δεν θα μου έκανε τέτοιο πράγμα.
- Η επιστήμη τελείωσε το έργο της. Από 'δω και πέρα είναι ζήτημα πίστης...
- Θα τη σκίσω...

Σε όλα τα παραπάνω να προστεθεί και ο, εν μέρει παρανοϊκός, φόβος του εντοπισμού του κινητού από το στίγμα του. Ίσως έχει κάποια αξία ειδικώς με τις γκόμενες των ΚΥΠατζήδων.

Πηγή: Ακάλυπτος (Αντώνης Καφετζόπουλος), Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή.

- Καλά πού ήσουνα;
- Με την Μαίρη, δε σού 'χα πει;
- Και το κινητό σου γιατί ήταν κλειστό;
- Ήμασταν κινηματογράφο, ανάκριση μου κάνεις;
- Ναι, ανάκριση. Η Μαίρη γιατί δεν το έκλεισε;
- Κι εσύ πού το ξέρεις;
- Γιατί την έπαιρνα τηλέφωνο αλλά πού να το σηκώσει... Καλά τα κανονίσατε!
- Τι λες ρε, τρελάθηκες;
- Ένα ξέρω εγώ: κλείσανε τα κινητά, ανοίξανε τα πόδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified