Ως γνωστόν ο DJ (ντι-τζέι), ή ολογράφως ο disc jockey (ντίσκ τζόκεϊ), σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι αυτός που επιλέγει και βάζει δίσκους σε ντισκοτέκ, σε μουσικές εκπομπές κλπ.

Αντιστοίχως ο TJ (τι-τζέι), ή ολογράφως ο telephone jockey (τέλεφον τζόκεϊ) είναι αυτός που επιλέγει να απαντήσει εναλλακτικά σε εισερχόμενες κλήσεις, είτε στην ίδια συσκευή, είτε σε διαφορετικές συσκευές, είτε στην κονσόλα τηλεφωνικού κέντρου κλπ επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα.

Οι συσκευές μπορεί να είναι είτε κινητές, είτε σταθερές (ενσύρματες ή ασύρματες), είτε συσκευές VoIP κλπ.

- Άσε, χθες γιόρταζα και τις απογευματινές ώρες με πήραν μαζεμένα δεκάδες άτομα. Κι ανάμεσα τους άτομα που είχα να τα ακούσω από πέρσι τέτοια μέρα. Από Βέροια, από Χάλκη, απ' όλη τη χώρα. Κι ήμουνα συνέχεια σε ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα κι έλα. Από το κινητό στο σταθερό... και τούμπαλιν. Και το μυαλο σέικερ. Να παίρνει σε dt άσχετα data από παντού. Στο τέλος της φάσης, δεν είχα μυαλό. Ρώσικη σαλάτα είχα.
- Εμ... τα 'χουν αυτά οι τι τζέι φίλε. Και πως συνήλθες μετά ρε εσύ;
- Με κρασοκατάνυξη μέχρι τελικής πτώσεως. Το...γιατρικό!!! Τώρα είμαι χάι κι όπου με πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με τα τηλεφωνικά δίκτυα, με απώτερο σκοπό να πραγματοποιεί δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις (υπεραστικές, διεθνείς) που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πανάκριβες.

- Μεγάλος φρήκερ ο Μήτσος, κατάφερε και μιλάει με τη θεία του στην Ουαγκαντούγκου χωρίς να πληρώνει μία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το επάγγελμα της στριπτίζούς θεωρείται υποτιμητικό, έτσι και προγραμματιστές οι οποίοι βασίζονται εκτενώς σε χρήση έτοιμων script θεωρούνται κατώτερης ικανότητας από τους συναδέλφους τους.

Ο Ιβάν είναι μεγάλη σκριπτιτζού, να'ναι καλά το google και τα forums του arch linux..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αϊτήδες αποκαλούνται οι πληροφορικάριοι (ή αν προτιμάτε, πληροφορικάντηδες). Εκ του αγγλικάνικου I.T. (ινφομέησιο τεχνόλοντζυ) ή, 'παταετυμολογικά, εκ του Ε.Τ. (έξτρα πρίμα τερρεστριάλ).

Mόνη σχέση με την Δημοκρατία της Αϊτής είναι τα ζόμπι και το βουντού.

Πάσα: notheitis.

- Έτσι λοιπόν χαίρομαι που υπάρχει ένα ενεργό «παράθυρο» σε ένα κόσμο που δεν αποτελείται 99% από καμένους αϊτήδες, γκοθοπατέρες, καταστραμμένους παίχτες ΜΜΟ και άλλα περίεργα πλάσματα της διαδικτυακής νύχτας.
(εδώ)

- Milisame omws me tous aitides (IT) zitisame, pirame, dwsame exigiseis kai telika ti glitwsa ti steni, pou an empaina tha ginotan akoma pio steni, giati min ksexname oti gia giapwnezika dedomena einai kai poly terastios..
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ένωση των αγγλικών λέξεων «no life» που σημαίνει «χωρίς ζωή». Αναφέρεται σε άτομα που το έχουν κάψει με μια ενασχόληση (κυρίως με το PC), τόσο που έχουν ξεγράψει γκόμενες, παρέες, εξόδους, τα πάντα. Κοινώς, είναι σαν να μην έχουν ζωή

(Ορισμός στο Urban Dictionary).

- Θα πεις στον Νίκο να πάμε για κάνα καφέ οι τρεις μας;
- Τι να του πω μωρέ του παπάρα. Αυτός είναι πλέον nolifer. Έχει πάει 85 level στο WoW και λιώνει 12ωρα στο PC.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν οι γκίκουλες, οι μαοϊστές αλλά και ορισμένες γιαγιούμπες τα ασύρματα τοπικά δίκτυα.

Εκ του αγγλικάνικου WiFi.

Ασίστ: sarant.

- Μπήκα για λίγο από ένα κλεμμένο γουήφι, αλλά δεν νομίζω να ξαναμπώ ως το βραδάκι, να είστε φρόνιμοι!
(εδώ)

- Τεσταρίστηκε χθες και με το γουίφι έπιανα 1.8 Μ/ς απο φτπ ενώ το πάουερλάιν έπιανε 550 μαξ για το ίδιο
(εκεί)

(από Khan, 11/04/14)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λυρική εκδοχή της βλογιοκομμένης μπλογκοδιάρροιας που ποστάρει στο βλόγιόν του στην μπλογκόσφαιρα ο μπλογοτέχνης μπλόγκερ καθώς μπλογκάρει με την κρυφή ελπίδα ότι όλο και κάποιος εβλογημένος θα τη διαβάσει κατά την μπλογκότσαρκά του.

1. Άμα δεν είχα τη συγγραφική μου ιδιότητα -στο διαφορετικό είδος που λέγεται μπλογοτεχνία (πω, πω, τι γλωσσοπλάστης είμαι επιτέλους;) δε θα είχε γίνει καμία από αυτές τις συζητήσεις. Ίσως να είχαμε συναντηθεί κάπου άλλου, αλλά δεν νομίζω να τα λέγαμε έτσι.

2.
ΤΣΙΜΑΣ: - Υπάρχει κάποιος λογοτέχνης που πιστεύετε ότι βρίσκεται εκτός νομιμότητας ;
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: - Τώρα πια, μόνο οι μπλογοτέχνες.
ΤΣΙΜΑΣ: - Ορίστε ;
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ: - Οι μπλόγκερ. Γιατί αυτοί δρουν ανεξέλεγκτα.

3. Ένας 38άρης οικογενειάρχης, πατέρας, άνεργος 3 χρόνια, χωρίς καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες (ούτε καν σε ελληνικές), που καπνίζει πολύ, πίνει πολλούς καφέδες και αρκετό κρασί, αλλά κατάφερε να κόψει την τηλεόραση, Σκορπιός με ωροσκόπο στον Καρκίνο, που δεν πήγε ποτέ σε γήπεδα, σκυλάδικα και πορνεία, που ιδεολογικά δεν ανήκει κάπου, αλλά απεχθάνεται και καταδικάζει τη βία και τους φασίστες κάθε είδους και που γράφοντας μόνο τα βράδια κατάφερε να ολοκληρώσει πέντε μυθιστορήματα, μια νουβέλα, δύο κινηματογραφικά σενάρια, ένα θεατρικό, αρκετά διηγήματα, ένα παιδικό και ένα έμμετρο 150 σελίδων στα πρότυπα του Ερωτόκριτου και που τα βράδια αυτοανακυρήσσεται μπλογοτέχνης ενίοτε τρολάροντας σε αυτό το σχιζοφρενικό αμάλγαμα από εκλαϊκευμένη επιστήμη, σατιροποιημένη επικαιρότητα, πολιτικοποιημένη σάτιρα, φιλοσοφία της αμπέλου, σουρεαλιστικό χιούμορ και λογοτεχνία, που αποκαλεί «μπλοκ».

Got a better definition? Add it!

Published

Εξελληνισμός του αμερικλάνικου nerd δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας: πρόκειται για χλωρίδα της συνομοταξίας phytus spasiclus, άκα γκίκουλας, φρίκουλας και φύτουκλας.

Ο νέρντουλας διαπρέπει ως επιστήμων κι ως μπλιμπλίκουλας αλλά in real life στερείται κάθε στοιχειώδες ψήγμα κοινωνικότητας, ειδικά προς μη νέρντουλες. Πρόκειται για κινησιολογικά άγαρμπο και γιομάτο καυλόσπυρα καψίδι που πωρώνεται νυχθημερόν με ιδεοψυχαναγκαστικές καμενιές (πιχί κρυπτοζωολογία, μάνγκα, σάει-φάει, κλπ).

Οι κουλές ενδυματολογικές επιλογές του νέρντουλα (à la Sheldon στο «Big Bang Theory») τον καθιστά αντιήρωα στα μάτια κάθε αενάως ψαχνόμενου ποζερά και γουαναμπή χιπστερικού, εξ ουστ και το nerd chic λουκ (βλ. αγόρια και κορίτσια).

Παραγγελιά από το δουπού: Χαν.

1.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη είσαι τόσο νέρντουλας που θα μιλάς Ντοθράκι

2.
νερντουλας; οχι....ιντελεκτουελ...εχει διαφορα....geeky ισως με μεγαλη φαντασια να τον ελεγες αλλα οχι νερντουλας...ωραιο τυπακι ειναι γενικα...

3.
Καλιφορνέζος «νέρντουλας» κατασκεύασε ρομποτικό ομοίωμα του Wall E

4.
Οχι γιαγιά δεν τα φτιάχνω με φοιτητή ιατρικής:
1) Πουλανε μουρη στις παρεες μεχρι να πεσουν σε συναδελφο τους. Μετα κανουν την παπια και γκρινιαζουν για την αναμονη στην ειδικοτητα.
[...]
9) Οταν χουφτωνουν ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑ, με τροπο ομως μην τους παρει χαμπαρι η γκομενα.
10) Ειναι νερντουλες, και οσοι δεν ειναι απλα δεν γινονται καλοι γαμπροι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified