Το κορίτσι το οποίο δεν έχει ίχνος κρέατος επάνω του (βλ. μεζές για σκύλους, κοκκαλοσακούλα, απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, κ.α.)
- Αυτό το στεγνό αν φυσήξει αέρας το πήρε και το σήκωσε.
Το κορίτσι το οποίο δεν έχει ίχνος κρέατος επάνω του (βλ. μεζές για σκύλους, κοκκαλοσακούλα, απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, κ.α.)
- Αυτό το στεγνό αν φυσήξει αέρας το πήρε και το σήκωσε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πολύ αδύνατη κοπέλα, σε σημείο να φαίνονται τα κόκκαλά της. (βλ. στεγνό, μεζές για σκύλους κ.α)
- Αυτή είναι τόσο αδύνατη που έχει καταλήξει κοκκαλοσακούλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πολύ αδύνατη κοπέλα (βλ. στεγνό, κοκκαλοσακούλα κ.α.)
Αυτή για το μονό που μπορεί να κάνει είναι μεζές για σκύλους!
Got a better definition? Add it!
Published
Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.
-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου
Βλ. και μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και νά 'ναι φορτωμένος παλιούρια !, που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου, χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και είναι συνώνυμο του «μαλάκα», «καταραμένε», «ηλίθιε».
-Τι'ν' τούτα που λες ωρέ ασίφταε, διαλέμπαμεσασου;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση της Ιθάκης υπό μορφή κατάρας.
Ώρέ ασίφταε με τρόμαξες, που να'μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου.
Βλ. και διαλέμπαμεσασου, μπα που να 'μπει ο διάολος μέσα σου και νά 'ναι φορτωμένος παλιούρια !, χίλιοι διαόλοι μέσα σου!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.
Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
O δειλός, αυτός που κλάνει μέντες, κλάνει πόμολα, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ... που φοβάται γενικότερα.
Όπως καθόμασταν και βλέπαμε το θρίλερ, του έκλεισα τα φώτα και τότε άρχισε να ουρλιάζει. Σκέτη κλασομπανιέρα ο τύπος!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι' αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια.
Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα.
Σημείωση: η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.
Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!