Προϊστορικό υπανάπτυκτο ον που ασχολείται μόνο με τη μπάλα και τις ζάντες του αυτοκινήτου του. Εύκολα εντοπίζεται σε οχήματα με black light και αυτοκόλλητο «taradula racing» ή «live to race, race to live».

Λέγεται και «ποντικαραίος».

-Τον είδες τον πόντικα;
-...και βεβαια, αφου ακούγονται τα σκυλάδικα χιλιόμετρα μακριά...

Got a better definition? Add it!

Published

Βλέπε πόντικας... απλώς για όχημα φέρει παπί χωρίς σέλα και ασχολείται και με εξατμήσεις σέμπρινγκ...

-Δες πως έχει ψαρώσει!
-Ωχ γαμήθηκε, πλακώσαν οι Σπαταναίοι...

Got a better definition? Add it!

Published

Κύριοι που ακούν ψαγμένη μουσική (π.χ. τζαζ, funk, soul, rock ακόμα και μέταλ), αλλά γουστάρουν και Μαζωνάκη και Πέγκυ Ζήνα.

- Έλα ρε Αλέξη, μα πάλι Μαζωνάκη ακούς, κρυφοσκυλά σε κόβω.
- Άντε γαμήσου ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπαλαντέρ που χρησιμοποιείται για διασκέδαση, χωρίς λόγο.

- Γειά σου Ρούλη.
- Γειά σου Ιωσηφίνα.
- Τι κάνεις;
- Καλά.
- Τηλεκαμινάδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει διαφωνία η ακόμη και απέχθεια με κάποια κατάσταση ή ενέργεια.

- Καλά, πήγα στη συναυλία του Ζορντί.
- Α, ωραία πέρασες;
- Έβαλα δάχτυλο.
- Μαλάκα.
- Ραμολί.
- Γαμιόλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιστατικά που λαμβάνουν χώρα σε τυχαία, μη-τακτά και μη περιοδικά διαστήματα. Η εμφάνισή τους μπορεί να αναλυθεί μόνο από πολύπλοκα στοχαστικά μοντέλα.

- Λες να φέρει κανα ράντομ γκομενάκι ο Τεό;
- Μπα, πάλι αρχιδίλα μας βλέπω.

(από xalikoutis, 01/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν θέλει ιδιαίτερη φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει. Είναι μια πολύ αεράτη -σχεδόν καλοκαιρινή- εκδοχή του μαλάκα.

- Κοίτα την καινούρια μου μοτοσυκλέτα.
- Πω πω μαλένγχξ...

(Ισοδύναμο με το να έλεγε: «Πω ρε μαλάκα μου, γαμάει η μηχανή. Και ταξιδιάρικη και μουράτη.. . Αλήθεια μου τη δίνεις να την πάω μία βόλτα; Θα βγάλεις και μουνί με αυτήν, θα δείς». Ναι, αλλά το καλοκαίρι με το 45άρι βαριέσαι να λες όλες αυτές τις παπαριές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχνή δραστηριότητα που συνήθως παρατηρείται μετά από καταστάσεις έντονης κούρασης. Άμεσα συνδεδεμένο με σουβλάκια, dvd, σχολιασμό για γκόμενες κτλ... Η παρατεταμένη διάρκεια οδηγεί σε αποχαύνωση, εγκεφαλική υπολειτουργία και ασχολίες όπως να παίζεις με μπαλόνια και να προσπαθείς να πετάς χαρτάκια μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπινου στόχου.

Λέγεται και πούτσισμα.

- Λετε να μαζευτούμε τη Δευτέρα στο Φάληρο για ψώλινγκ;
- Στάνταρντ... Θα σου δείξω και τι πρέπει να κάνω και στην άλλη στον καναπέ για να μάθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι που όταν τον βλέπεις, νομίζεις ότι δεν υπάρχει πουθενά. Γνωστός και ως σφίγγος (παράφραση του στρίγγος -αντρας που μοιάζει με στρινγκάκι).

Έσκασε και ο δαραβίγγας...

(από electron, 08/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published