Το ζυμάρι στην άκρη της στρογγυλής πίτσας αφού ο δικαιούχος έχει φάει όλο το υπόλοιπο με τα αλλαντικά κτλ.
- Δεν τα τρως τα κόκαλα; - Μπα, δώστα στο σκύλο.
Το ζυμάρι στην άκρη της στρογγυλής πίτσας αφού ο δικαιούχος έχει φάει όλο το υπόλοιπο με τα αλλαντικά κτλ.
- Δεν τα τρως τα κόκαλα; - Μπα, δώστα στο σκύλο.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Με σαφείς παραπομπές στην γαλλική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στο ρομαντισμό (les aveugles sont voyants - les meubles de Parthenon), αυτή η έκφραση είναι πολύ ξεχωριστή. Χρησιμοποιείται για να αποδώσει κανείς εις την νεοελληνικήν την ατμόσφαιρα που ωθεί κάποιον στο σατύριασμα.
- Καλά είδες τον Θοδωρή; Με τα μουνιά από τη μία και τις γκόμενες από την άλλη, είχε σατυριάσει. Γι' αυτό ντύθηκε μπρίκι.
- Καλά, και οι τυφλοί είδαν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπερατού γκομενίδι με prada σανδάλι και ειδική βάση δεδομένων για ταχύρυθμη παράδοση χυλόπιττας (πακέτο) στο σπίτι. H συγκεκριμένη λέξη αποτελεί από μόνη της μια ολοκληρωμένη παράγραφο.
- Τι θα γίνει τελικά με τον Αλεξίνο, θα σκάσει από τα κεντρικά;
- Δεν παίζει σήμερα, έχει κανονίσει ραντεβού με καύτρα.
- Α με αυτή τη σελεμπριτού;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αντρικό γενετικό μόριο, όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλου μήκους. Η μονάδα μέτρησής του είναι τα χεροκράτια.
Πέταξε ο αράπης τη μαλαπέρδα του και μας πήρανε τα κλάματα. Σαν τσαποστύλιαρο (το κοντάρι του τσαπιού) ήτανε σου λέω.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Η πολύ ψηλή -σε σημείο αποθάρρυνσης- γυναίκα. Συναντάται και ως «μπασεκετεμπολίστριασεσεσε»
- Καλά, τι ύψος είν' αυτό;
- Άσε, μπασεκετομπολίστρια!
Got a better definition? Add it!
Επίσης και ΧουΨουΑ (ΧΨΑ). Αναφέρεται όταν η σύντομη ή επιτυχής διεκπεραίωση μία υπόθεσης είναι κάτι απίθανο.
- Έκανα αίτηση στο δημόσιο.
- Στο δημόσιο; Καλά... Χέσε Ψηλά κι Αγνάντευε!
Άλλη έκδοση: Χέζε ψηλα κι αγναντευε
Got a better definition? Add it!
Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών κυρίως ευφορικής κάνναβης, οι οποίες τον κάνουν να «ξεφεύγει» (δραπετεύει).
Από τα όσα γνωρίζουμε για αυτό το άτομο, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι «το σκάει»...
- Εκεί που καθόμασταν που λες και μιλάγαμε, ο Βαγγέλης το έσκαγε!!
- Σοβαρά μιλάς ρε; Α τον δραπέτη!
Got a better definition? Add it!
Ιδιάζουσα περίπτωση που η υπομονή ενός ανθρώπου έχει εκμηδενιστεί στο μεγαλείο της μαλακίας που την δεσπόζει. Παρατηρείται σε καταστάσεις για τον μπούτσο.
- Άσε ρε πολυ δουλειά, δεν την παλεύω!!!
- Ρε στ' αρχίδια σου.
Got a better definition? Add it!