Το ζυμάρι στην άκρη της στρογγυλής πίτσας αφού ο δικαιούχος έχει φάει όλο το υπόλοιπο με τα αλλαντικά κτλ.

- Δεν τα τρως τα κόκαλα; - Μπα, δώστα στο σκύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με σαφείς παραπομπές στην γαλλική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στο ρομαντισμό (les aveugles sont voyants - les meubles de Parthenon), αυτή η έκφραση είναι πολύ ξεχωριστή. Χρησιμοποιείται για να αποδώσει κανείς εις την νεοελληνικήν την ατμόσφαιρα που ωθεί κάποιον στο σατύριασμα.

- Καλά είδες τον Θοδωρή; Με τα μουνιά από τη μία και τις γκόμενες από την άλλη, είχε σατυριάσει. Γι' αυτό ντύθηκε μπρίκι.
- Καλά, και οι τυφλοί είδαν.

οι πρώτες στιγμές μετά τη θεραπεία - πιστή απεικόνιση του τι και πως βλέπει ο άρτι θεραπευθείς τυφλός  (από xalikoutis, 09/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερατού γκομενίδι με prada σανδάλι και ειδική βάση δεδομένων για ταχύρυθμη παράδοση χυλόπιττας (πακέτο) στο σπίτι. H συγκεκριμένη λέξη αποτελεί από μόνη της μια ολοκληρωμένη παράγραφο.

- Τι θα γίνει τελικά με τον Αλεξίνο, θα σκάσει από τα κεντρικά;
- Δεν παίζει σήμερα, έχει κανονίσει ραντεβού με καύτρα.
- Α με αυτή τη σελεμπριτού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο, όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλου μήκους. Η μονάδα μέτρησής του είναι τα χεροκράτια.

Πέταξε ο αράπης τη μαλαπέρδα του και μας πήρανε τα κλάματα. Σαν τσαποστύλιαρο (το κοντάρι του τσαπιού) ήτανε σου λέω.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψηλή -σε σημείο αποθάρρυνσης- γυναίκα. Συναντάται και ως «μπασεκετεμπολίστριασεσεσε»

- Καλά, τι ύψος είν' αυτό;
- Άσε, μπασεκετομπολίστρια!

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης και ΧουΨουΑ (ΧΨΑ). Αναφέρεται όταν η σύντομη ή επιτυχής διεκπεραίωση μία υπόθεσης είναι κάτι απίθανο.

- Έκανα αίτηση στο δημόσιο.
- Στο δημόσιο; Καλά... Χέσε Ψηλά κι Αγνάντευε!

Αυτά είναι... (από Galadriel, 21/07/09)(από ironick, 28/07/09)

Άλλη έκδοση: Χέζε ψηλα κι αγναντευε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών κυρίως ευφορικής κάνναβης, οι οποίες τον κάνουν να «ξεφεύγει» (δραπετεύει).

Από τα όσα γνωρίζουμε για αυτό το άτομο, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι «το σκάει»...

- Εκεί που καθόμασταν που λες και μιλάγαμε, ο Βαγγέλης το έσκαγε!!
- Σοβαρά μιλάς ρε; Α τον δραπέτη!

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιάζουσα περίπτωση που η υπομονή ενός ανθρώπου έχει εκμηδενιστεί στο μεγαλείο της μαλακίας που την δεσπόζει. Παρατηρείται σε καταστάσεις για τον μπούτσο.

- Άσε ρε πολυ δουλειά, δεν την παλεύω!!!
- Ρε στ' αρχίδια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός σχεδόν όλων των γυναικών με λίγες δυστυχώς μονάχα εξαιρέσεις. Απευθύνεται σε γυναίκες μόνο, που δεν έχουν πάει ή δεν θέλουν να πάνε πια μαζί σου.

- Τελικά είναι όλες καριόλες.....
- ...και ειδικά η καύτρα....

(από Khan, 28/04/13)(από Khan, 24/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published