Κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων. Κοινωνικός σχολιασμός σε ευρύτερη έννοια. Εκδηλώνεται συνήθως σε παρέα δύο ή περισσοτέρων γυναικών. Είναι το εθνικό σπορ των τηλεοπτικών εκπομπών μεσημεριανής ζώνης.

Κόψε το κατινάζ ρε Στέλλα! Μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος.
Τερματοφύλακας περιορισμένων δυνατοτήτων που συνήθως τελειώνει τα 90 λεπτά ενός παιχνιδιού με πολλά γκολ στο παθητικό του.

Πωπω, πάλι το φάγαμε... Ρε , τί κουμπαράς είν'τούτος;;;!

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χρησιμοποιεί «δόντια», «κονέ», «μέσα», κοινώς γνωριμίες για την επίτευξη του σκοπού του. Συνήθως αφανής, καταφέρνει το σκοπό του αλλά προκαλεί την αποδοκιμασία των άλλων.

Γενικότερα, ο γλείφτης, ο αυλικός κάποιου υψηλά ιστάμενου προσώπου.

- Ο Τάκης πέρασε στρατό ζάχαρη. Τσάτσος του λοχαγού ήταν, τι περίμενες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμηχανία, το black out μυαλού και γλώσσας σε καταστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται και εμπεριέχουν και στοιχεία ντροπής. Από το κομπλάρω που βασίζεται στο complex.

- Και μόλις άκουσε από τη γκόμενα το «άει πνίξου ρε μάπα», πάγωσε ο μικρός. Κόμπλα μιλάμε, ούτε κουβέντα ούτε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποστήριξη σε κάποιον για συγκεκριμένο θέμα, συνήθως αθόρυβα αλλά με ικανά αποτελέσματα.
Εκ του λατινογενούς «advantage».

- Τελικά την έριξες τη Μαρία ρε;
- Μπααα. Αφού ρε ο κολλητός της, έκανε αβάντα στον Χρήστο. Οπότε την έφαγε ο Χρήστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αποχαύνωσης και ηρεμίας (από τα γνωστά ηρεμιστικά χάπια). Γενικότερα η απόλυτη βαρεμάρα και η σήψη.

- Πάλι ρε ξάπλα είσαι;
- Αρντάν σ' λέω...

(από jesus, 24/11/08)Αρνταν-Αρνταν (πως λέμε Μπούτρος-Μπούτρος;) (από Vrastaman, 24/11/08)γκάλη (από jesus, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».

Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.

Μετά τη μάσα πήγε για τούφες. (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα λεγόμενα του, οι πράξεις του και η εν γένει συμεριφορά του χαρακτηρίζεται από μαλακίες και δεν υπάρχει και τρόπος ίασης του.
Συνώνυμο : Στόκος

Ο Ανδρέας είναι μεγάλο τελάρο. Αν ανοίξει το στόμα του, ή μαλακία θα πει ή θα ρευτεί...

Got a better definition? Add it!

Published

Άγνωστα τηλέφωνα που ανακαλύπτουμε στην ατζέντα μας ή στο οργκανάιζερ και που αδυνατούμε να θυμηθούμε ποιανού είναι.

Η Όλγα μπήκε στον πειρασμό να καλέσει το ποιανουλέφωνο και να ρωτήσει ποιον πήρε, αλλά τελικά επικράτησε η λογική και ο φόβος μη γίνει ρεζίλι.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified