Βρέχει καταρρακτωδώς και εσύ περπατάς ακάθεκτος. Στο τέλος έχεις βραχεί τόσο πολύ που - εν μέσω σύγχυσης - δεν βρίσκεις άλλη λέξη να περιγράψει την υπερβολή.

Προέρχεται από τον συγκερασμό των λέξεων λούτσα και μούσκεμα.

Σκατοβροχή! Έγινα λούσκεμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που είναι ξινός, άκεφος, μίζερος, μονίμως ξενερωμένος, δεν έχει όρεξη για χαβαλέ, ούτε σηκώνει αστεία και μονίμως γκρινίαζει και βαριέται οτιδήποτε κι αν προτείνει η παρέα/φίλος.

-Κανένα μαγαζί δεν σου άρεσε, ότι και να κάνουμε γκρινιάζεις, αλλά μια πρόταση από σένα δεν ακούσαμε. Πολύ περίεργος είσαι...
-Άστον μωρέ τον ξινίλα. Λεμόνι είναι. Πάμε εμείς για ποτό.

Got a better definition? Add it!

Published

Αούγκαντος, γνωστός και ως κάγκουρας ή κάκουρας.

Εύχρηστη λέξη που χρησιμοποιεί το επιφώνημα ουγκ για να τονίσει την σημασία της!

Θυμίζει κάτι από τον άνθρωπο του Νεάντερναλ στην εμφάνιση ή στην συμπεριφορά ή και στα δύο. Προσπαθεί να επιδειχθεί, συνήθως έχει περιορισμένο IQ και δεν είναι δυνατόν να επικοινωνήσεις μαζί του. Τυπικό παράδειγμα είναι επίσης και ο «Μπάμπης ο Σουγιάς».

  1. Κοίτα πάλι αυτούς τους αούγκαντους με τα μηχανάκια. Είναι η 5η φορά που περνάνε μπροστά από την καφετέρια.

  2. Πώς γίνεται ρε γαμώτο και αυτή η τόσο ωραία κοπέλα να είναι με αυτόν τον αούγκαντο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που του/της έχει βγει ο κώλος (από τι άραγε). Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άτομο που δεν έχει τσίπα.

- Πήγα στην εφορεία και ήταν εκεί μια ξεκωλιάρα φόλα που έβαφε τα νύχια της και μας είχε να περιμένουμε είκοσι άτομα ουρά... Ούτε που την ένοιαζε που βλέπαμε τι κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.

- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο παρωχημένη λέξη για την πολύ ωραία γυναίκα.

- Φοβερή μουνάρα η Γεωργία!
- Ναι, καλό μουνί!

Shakira, Shakira! (από Vrastaman, 26/08/08):) (από mariahomorfi, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί πολύ ανυπόμονα μέσα στην κίνηση, κολλάει στον μπροστινό του, μαρσάρει, σπινιάρει, βγαίνει δεξιά-αριστερά, ανάβει φώτα, κάνει τέλος πάντων ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι όλοι όφειλαν να βρίσκονται στο σπίτι τους ώστε να οδηγεί ελεύθερος στον δρόμο, μόνος. Αν όμως βρεθεί μόνος του δεν κάνει τίποτε απ' όλ' αυτά. Άρα είναι απλώς άλλος ένας τύπος που επιδιώκει την προσοχή μας με τον τρόπο του.

- Ποιος σου την έριξε εδώ; (δείχνει τον πίσω προφυλακτήρα)
- Μου είχε κολλήσει ένας καυλοτίμονος στην Σταδίου μες την κίνηση και για να του την σπάσω το κοκάλωσα, να πέσει πάνω μου και να με πληρώνει, το αρχίδι.

(από Galadriel, 22/12/09)καί σε αμαξά. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έφτασε και του εύχεσαι να μη φτάσει ποτέ.

- Πού πας βωρέ ασίφταε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω, παίρνω χαμπάρι, ανακαλύπτω.

- Να, οι αποδόσεις της επένδυσης ήταν πολύ καλές. Την ανθίστηκα τη δουλειά νωρίς και επένδυσα ό,τι είχα και δεν είχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη προσφώνηση, με αφορμή μάλλον την γαλλική λέξη allez (που προφέρεται αλέ και σημαίνει πηγαίνετε με την έννοια του άειντε). Σημαίνει: την κάνουμε Λούης, τιγκανά κλπ.

- Τι ώρα είναι;
- Έξι και τέταρτο.
- Πρέπει να φύγουμε!
- Αλέκος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified