Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.

Προέλευση:

Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.

- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική περιγραφή ερωτικών πράξεων.

- Μην την κοιτάς τη Δήμητρα που το παίζει Παρθενόπη. Της αρέσουν τα ξινά, σου λέω. Προχθές τραβιόταν με τον Μηνά στις τουαλέτες του κλαμπ και αν δεν ήταν η μουσική θα την είχε ακούσει όλο το Χαλάνδρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι άσχετος με κάποιο θέμα, δεν γνωρίζω τίποτα.

- Μπάμπης: Μάκη πού είναι ο Τάκης;
- Μάκης: αι σπίκ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ. Έχω να τον δω μέρες...

(από patsis, 04/12/10)(από Vrastaman, 09/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Χρησιμοποιείται κυρίως για όσους φαίνονται αρχικά λιγότερο μαλάκες απ' ό,τι τελικά αποδεικνύεται ότι είναι.

- Μ' έπρηξε συνέχεια με τα ίδια και τα ίδια. Δεν επικοινωνεί που δεν επικοινωνεί, τι θέλει και ανακατεύεται σε όλα ο μαλακοπίτουρας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία στην ερωτική πράξη, το ορίζει η ίδια η λέξη άλλωστε.

Οι γυναίκες ρε συ τη βρίσκουν ατελείωτα με το γλειφομούνι.

Έτσι εφευρέθηκε το μουστάκι. (από Galadriel, 13/02/09)ετς! (από MXΣ, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας κι αυτός, αλλά χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός της λέξης μαλάκας.

- Καλά ο τύπος, μιλάμε, είναι φευγάτος. Εσένα πώς σου φαίνεται;
- Εγώ ανέκαθεν ήξερα ότι πρόκειται για τριμάλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελός, «φευγάτος», αυτός που χαζοφέρνει, αυτός που λέει ασυναρτησίες, αλλά και όποιος από την κούραση δεν βλέπει μπροστά του.

  1. Είσαι εντελώς γκάου, παιδάκι μου;

  2. Τόση δουλειά σήμερα, κι είμαι τόσο γκάου που δεν μπορώ να λειτουργήσω καθόλου.

γκάου άτομα; όχι ευχαριστώ (από xalikoutis, 09/03/09)Και ο πρώτος Γκάου! (από MXΣ, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας, χαζός, βλήμα, ούφο, βούρλο, απροσάρμοστος.

Τι περίμενες μωρέ απ' αυτή; Χαζή ξανθιά είναι, εντελώς γκα-γκα.

H ποπ σταρ Lady Gaga (από allivegp, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από την ιταλική bottiglia και σημαίνει μπουκάλα. Συνήθως την χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε χοντροκομμένα αντικείμενα ή χοντρά γυναικεία πόδια.

Καλά, η Ειρήνη ενώ είναι τόσο αδύνατη στο επάνω μέρος του σώματός της, έχει κάτι μποτινέλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified