Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.
Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.
- Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!
Got a better definition? Add it!
Βολιώτης νεαρός, αναγνωρίσιμος από ιδιόμορφη εξωτερική εμφάνιση, συμπεριφορά και τρόπο διασκέδασης.
Εμφάνιση:
Ασυνήθιστη κόμμωση με βασικό γνώρισμα την μεγάλη ποσότητα τζελ και ενίοτε μερικές τούφες βαμμένες σε άλλο χρώμα.
Το πιο συνηθισμένο ρούχο είναι το «trendy» εφαρμοστό αμάνικο μπλουζάκι.
Συμπεριφορά:
Ο σωστός ο κάγκουρας δε σηκώνει ούτε μύγα στο σπαθί του, και αν κάποιος τον προσβάλει μπορεί ακόμη και να καταφύγει στην βία... αλλά βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να έχει μαζί του μερικούς ακόμη κάγκουρες ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να δεχτεί κάποιο χτύπημα!
Τρόπος διασκέδασης:
Κάθε κάγκουρας που σέβεται τον εαυτό του, τα βράδια καβαλάει το παπάκι του και πηγαίνει να συναντήσει τους κάγκουρες φίλους του έξω από το Cocoon για να φάνε πεϊνιρλί με ουγκαρέζα. Στις 23:00 θα έχει ήδη επιστρέψει στο σπίτι. Το παπάκι του φυσικά και είναι βελτιωμένο: χωρίς σιγαστήρα στην εξάτμιση, μαύρη ζελατίνα στα φώτα και πράσινες λάμπες.
-Αμάν πια, βαρέθηκα να περνάω από αυτόν τον δρόμο, έχει γεμίσει κάγκουρες!
Got a better definition? Add it!
Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Got a better definition? Add it!
Και κλαπαρχίδης.
Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!
Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.
-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;
Δες και κλαπανάρας.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».
- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!
Got a better definition? Add it!
Ο λεβέντης μαλάκας -- ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται λεβέντικα χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο λακαμάς είναι και ταυτόχρονα.
(siegmundshof.wordpress.com) - Σε λίγο ξεπροβάλλει η νύφη και από πίσω περιχαρής ο λεβεντομαλάκας!
(tonisitiskalipsos.blogspot.com) Αποτυχημένος επαναστάτης, εραστής, επιστήμονας, ένας λεβεντομαλάκας...
Got a better definition? Add it!
Κάτι / κάποιος που έχει ή δίνει πρεστίζ.
(www.adslgr.com) ...Η διοργάνωση μετεβλήθη στην πιο γκλαμουράτη και πρεστιζάτη εκδήλωση στην οποία μία...
(www.hri.org) .
..για να εισαχθεί το παιδί τους σε ένα όσο γίνεται πιο πρεστιζάτο και υψηλόβαθμο ΑΕΙ.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που κατ'επανάληψη, ενώ βρίσκεται σε μία σχέση, την ίδια στιγμή σκέφτεται την ή τις προηγούμενες σχέσεις της.
- Αχ Τέτα μου, καλός είναι ο Δημήτρης -δεν λέω- αλλά τον Μάκη τον σκέφτομαι ακόμα.
- Εεε, είσαι ψυχοπουτάνα του ελέους.
Got a better definition? Add it!
Τσάμπα -- η απόκτηση αντικειμένου χωρίς αντάλλαγμα.
- Βάλε voip να κάνεις τηλέφωνα (στο) τσαμπέ.
- Πώς είναι δυνατόν ρε φίλε να τη βγάλει ένας άνθρωπος τσαμπέ στο κωλόμπαρο;
- Αααα, μόνο αν η πουτάνα είναι η μάνα σου...
Got a better definition? Add it!