Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.
Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως το ναρκωτικό ecstasy, αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα ναρκωτικά σε μορφή χαπιού.
Θα βρούμε κανένα κουμπί για το πάρτυ ή θα πάμε ξενέρωτοι;
- Καλά ρε, κουμπωμένος ήρθες στην σχολή πρωί-πρωί;
- Είχα πάει σε ένα πάρτυ χτες το βράδυ και ήρθα κατευθείαν.
Got a better definition? Add it!
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.
- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.
— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;
Got a better definition? Add it!
Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ, μα πολύ βλάκας.
Bλάκας + Megatron (αρχηγός των Decepticons στους Transformers) = βλάκατρον.
- Φώναξα τον κλειδαρά γιατί νόμιζα οτι είχα κλειδωθεί έξω, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα, μιας και η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Δεν σκέφτηκα να δοκιμάσω το πόμολο πρώτα...
- Ε, είσαι βλάκατρον!
Got a better definition? Add it!
Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Got a better definition? Add it!
Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».
- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει μια μαλακία και μετά το παίζει Αλέκος.
-Ενώ είχαμε κανονίσει μαζί, δεν ήρθε, και μετά από μία ώρα τον είδα με τη Σούλα, κι έκανε ότι δεν με είδε. Κατάλαβες, ο μαλέκος;!
Got a better definition? Add it!