Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.

Πάρε μου μια πίπα ρε μαλάκα, που τολμάς και μου αντιμιλάς κιόλας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως το ναρκωτικό ecstasy, αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα ναρκωτικά σε μορφή χαπιού.

  1. Θα βρούμε κανένα κουμπί για το πάρτυ ή θα πάμε ξενέρωτοι;

  2. - Καλά ρε, κουμπωμένος ήρθες στην σχολή πρωί-πρωί;
    - Είχα πάει σε ένα πάρτυ χτες το βράδυ και ήρθα κατευθείαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.

- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ, μα πολύ βλάκας.

Bλάκας + Megatron (αρχηγός των Decepticons στους Transformers) = βλάκατρον.

- Φώναξα τον κλειδαρά γιατί νόμιζα οτι είχα κλειδωθεί έξω, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα, μιας και η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Δεν σκέφτηκα να δοκιμάσω το πόμολο πρώτα...
- Ε, είσαι βλάκατρον!

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.

- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».

- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει μια μαλακία και μετά το παίζει Αλέκος.

-Ενώ είχαμε κανονίσει μαζί, δεν ήρθε, και μετά από μία ώρα τον είδα με τη Σούλα, κι έκανε ότι δεν με είδε. Κατάλαβες, ο μαλέκος;!

Κώστας Μαλέκος (από allivegp, 11/06/09)Κώστας Μαλέκος (από allivegp, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified