Αυτός που κάνει νταφού, από τον ομώνυμο ήρωα.
Έσκασε μύτη ο Φου Μαντσού στον Ρούκουνα.
Αυτός που κάνει νταφού, από τον ομώνυμο ήρωα.
Έσκασε μύτη ο Φου Μαντσού στον Ρούκουνα.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο μπαφάκιας.
Όταν πέρασα πολυτεχνείο είχα τις πρώτες μου επίσημες επαφές με τη συνομοταξία. Επί το πλείστον ανεξάρτητοι, αυτόνομοι και διασπασμένοι ακόμα και με τον εαυτό τους, οι τζιβάτοι είχαν μια τάση προς τα αριστερά κινήματα με τα πολλά αρχικά: Ε.ΝΕ.Ρ.Γ.ΕΙ.Α, Α.Ρ.ΧΗ. ΑΣ.ΠΡΟ.Δ.ΟΝ.ΤΗ.Σ. και παρόμοιες παρατάξεις ξεπηδούσαν κάθε δεκαπενθήμερο στα τραπεζάκια της σχολής. Και όλα ήταν στελεχωμένα με αφανοφόρους μουσο-ξερόλες και άσχημες γκόμενες με στυλάκι "προσπαθώ να γίνω ακόμα πιο άσχημη". Γαμώ το πρηξοπούτσι τους και γαμώ το "δασκαλίστικο" ύφος με το οποίο ξεκινούσαν κάθε συζήτηση. Ο "ανεξάρτητος" μπαφάτος πάντα νόμιζε ότι ήξερε την τάδε μπάντα πριν από σένα, ότι ήταν ο μόνος που κατέβαζε South Park σε rmv απ' το Napster, ο μόνος που κατέχει τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Από το 2000 και μετά, εξαπλώνεται και εξελίσσεται και πλέον στις μέρες μας ο τζιβάτος μεσουρανεί.
Ο σωστός τζιβάτος φοράει μεταχειρισμένο σαλβάρι μωβ-μαύρο, all-starάκια που έχουν γίνει παντόφλες απ' τα πολλά σκισίματα και από πάνω μπλούζα 8 νούμερα μεγαλύτερη, συνήθως άσπρη με στάμπα "Ψαροταβέρνα ΤΟ ΚΥΜΑ" ή κάτι παρόμοιο. Εναλλακτικά κυκλοφορεί παντού με μαγιό ξεβαμμένο απ' τον ήλιο και καφέ σανδάλι με στρώμα κοράτσας 2 cm, που θα αηδίαζε ακόμα και τα Τζαπανάκια του 2 girls 1 cup. Πάντα φέρει κάποιο "χειροποίητο" ξύλινο ή κοκκάλινο κόσμημα σε χέρια και πόδια, λες και είναι ο Σάκα Ζουλού. Το μαλλί του είναι φυσικά αφάνα ή τζίβα και βρωμάει σαν χώμα που το 'χει γαμήσει άστεγος. Αν το μαλλί είναι ίσιο και δε μπορεί απ' τη φύση του να τζιβώσει, θα το πιάσει με ευρηματικούς τρόπους χρησιμοποιώντας ριγέ πάνινη κορδέλα ή γυναικείο κλάμερ. Συχνά ο μπαφιάρης φέρει τεράστια γενειάδα που θα ζήλευε το μπάσταρδο παιδί του Zakk Wylde και του Osama Bin Laden. Βέβαια η γενειάδα παρουσιάζει πολλά "κενά" α-λα Bob Marley, καθότι το παιδί είναι ακόμα στην ανάπτυξή του. (Φάε ένα μαλάκα).
Got a better definition? Add it!
Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για Ρώσο και γενικότερα για υποστηρικτή των ευρασιατικών δυνάμεων.
ΟΛΟΙ οι Σλαβα Ουκραινα ( ρεαλιστές και ιδεαλιστές , συντηρητικοί ή φιλελεύθεροι ) οραματίζονται ήδη τον επόμενο γύρο πολεμικής αναμέτρησης με τους σλαβομογγόλους Ορκ σε 5-10 χρόνια. (ΦΒ).
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από φιλορώσους για να εξευτελίσουν τον ουκρανικό πατριωτικό χαιρετισμό Σλάβα Ουκράινι και για να δοξάσουν τον σημαντικό ρόλο που παίζει η κοκαίνη σε πλείστες όσες δραστηριότητες του ανθρώπου, όπως η τέχνη και η πολιτική.
Πιάσανε τους πέντε μάγκες στο περαία στο τρένο για Κίεβο με "χαρτομάντιλα για το συνάχι". Σύντομα θα βρεθούν να φωνάζουν Σλάβα Κοκάινι μαζί με τον ληγμένο με τα ληγμένα. (ΦΒ).
Got a better definition? Add it!
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος εκ του γκρόβερ.
Got a better definition? Add it!
Τα τεχνολογικά προϊόντα που είναι φθηνά, αντικαθίστανται γρήγορα, αλλά δεν μπορούν να καταστραφούν εύκολα με συνέπεια να συσσωρεύονται ως σκουπίδια. (Βλ. αγγλικό fast tech).
Τι είναι το Fast Tech και γιατί εξελίσσεται σε πρόβλημα για τον πλανήτη; Δισεκατομμύρια μικροσυσκευές πετιούνται στα σκουπίδια κάθε χρόνο. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού technofossil, πρόκειται για τα άφθονα τεχνολογικά σκουπίδια που δημιουργούμε τώρα και αναμένουμε από τον γεωλόγο του μέλλοντος να ανακαλύψει, αν υπάρχει ακόμη ανθρωπότητα ύστερα από την οικολογική καταστροφή που προκαλούμε.
Τεχνοαπολιθώματα: Τα πλαστικά μπουκάλια θα είναι η αιώνια παρακαταθήκη της ανθρωπότητας. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ σημαίνει βάζω γκολ με θεαματικό όμορφο τρόπο.
Got a better definition? Add it!
Ο μαστουρωμένος, ο συναχωμένος.
Συναχωμένος μου ρχεσαι, αμάν, αμάν, μουρμούρη μ' από πέρα και μεσ' στα
χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα. Με ποιον τα 'χεις,
συνάχη μου, αμάν, αμάν και πας να καθαρίσεις τη ιδική σου θίξανε και πας να εγκληματίσεις. Κοίτα καλά συνάχη μου, αμάν, αμάν, που
πάντα ξεσπαθώνεις, εκεί π'ανακατέβεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη
δώκεις. Το πουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν και πάψε το συνάχι και δεν
ανακατέβομαι, συνάχη μου, σε οτι κι αν σου λάχει. Συναχωμένος μου
ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα και μεσ' στα χέρια σου
κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα. (Μάρκος Βαμβακάρης, , 1934).
Got a better definition? Add it!