Είναι το μέρος που συχνάζουν νορμις και ποζερια

μη πάμε εκεί είναι ποζεροφωλια

Got a better definition? Add it!

Published

Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.

Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.

Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.

Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

1) όταν μία ομάδα αντρών κάθονται σε έναν κυκλο, παίζοντας ο ένας το πουλί του άλλου

2) όταν ένα μάτσο πολυλογάδων - συνήθως πολιτικών - εμπλέκονται σε ένα debate αλλά καταλήγουν να συμφωνούν μεταξύ τους όλο και περισσότερο φτάνοντας τα όρια του πλεονασμού, χαιδεύοντας ο ένας τον εγωισμό του άλλου σαν μία προέκταση των γενετικών τους οργάνων (1)

Όταν πήγαινα κατασκήνωση κάναμε συχνά κυκλαύνανο με τους ομαδάρχες και τους υπόλοιπους κατασκηνωτές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγεστο γλύκισμα που μοιάζει με το μουσικό όργανο που ανήκει στα χάλκινα πνευστά, και είναι συνήθως κουρδισμένο στην τονικότητα σι ύφεση.

Μια φλαπουτσοκορνέτα στο παιδί που έχει την γιορτή του.

Got a better definition? Add it!

Published

Το κουήρι ή κουίρι, είναι μεταγραφή στα ελληνικά της αγγλικής λέξης queer. Μπορεί να δηλώνει:

  1. Γενικά ένα μέλος της κιλότας, έναν ελτζιμπιτή ή μια ελτζιμπιτού
  2. Ειδικότερα, ένα άτομο πολύ ανώμαλο για οποιαδήποτε κανονικότητα: σεξουαλικότητας, φύλου ή άλλης, που ταυτίζεται δηλαδή με τον όρο queer. Ο όρος συχνά αναφέρεται και σε μια γενικότερη ιδεολογία, που έχει και αναρχικές συνδηλώσεις.

Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ μελών της ΛΟΑΤΚΙ και queer κοινότητας (της Αθηναϊκής, τουλάχιστον) ως θετικός/ουδέτερος προσδιορισμός και δεν έχει αρνητική φόρτιση.

Κάνει παράγωγα όπως κουηρεύω, κουήρεμα (το), κουηρόκοσμος.

Βλέπε και λοξός-ή

Πάλι καλά που ήρθανε και πέντε-δέκα κουήρια στην πορεία, γιατί την δεν άντεχα τόση ματσίλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός του ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες Ομοφυλόφιλοι Αμφί Τρανς Κουίρ Ίντερσεξ). Δηλώνει:

  1. Την ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI) κοινότητα
  2. Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (βλ. ελτζιμπιτής/ελτζιμπιτού)

Κάνει παράγωγα όπως το κιλοτάκι (το νέο ή νεαρό μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας) και σύνθετα όπως κιλοτόπαρτο, κιλοτοργάνωση, ενδοκιλοτικός/ή, μεγαλοκιλότα (γνωστό μέλος της κιλότας).

Ξεκίνησε να διαδίδεται μέσα στην αθηναϊκή οργάνωση Colour Youth, κατά το 2013-2014.

Πάλι γίνεται μαδομούνι στην κιλότα; Έχει πάρει φωτιά το fb από τις μπηχτές.

Αυτός διάβαζε το ΑΜΦΙ την εποχή που έβγαινε, είναι παλιά κιλότα.

ομοφυλοφιλία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κάνεις ό,τι όλος ο κόσμος, να φοράς ό,τι και όλος ο κόσμος και γενικά να μην είσαι δυναμική γυναίκα αλλά μια «ταπεινή». Το αντίθετο της ντίβας. Από τη συνέντευξη της Σούλας

- Είδες την καινούργια γκόμενα του πρώην σου; -Άσε μας μωρέ με τη βασικιά

Got a better definition? Add it!

Published

Μέλος της αφρόκρεμας του στρατεύματος. Κατά βάσιν ένας λεπτολόγος χειρώναξ με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία.

Περί την ετυμολογία μη με ζορίζετε για θα πέσετε να παίρνετε μέχρι να δείτε τον Χριστό φαντάρο.

Την ώρα που για την πλειονότητα των στρατιωτών η θητεία δεν είναι παρά απίστευτες ώρες μοναξιάς και ανίας, υπάρχουν και σώματα που δεν σε αφήνουν να βαρεθείς ούτε λεπτό.

Ούτε και να ξεκουραστείς φυσικά, καθώς μιλάμε για την ελίτ των ειδικοδυναμιτών της οικουμένης!

δώθε

Στο πλαίσιο του εορτασμού της διάθεσης του League of Legends στη Βραζιλία, ο Ειδικοδυναμίτης Γκάνγκπλανκ κατευθύνει την επίθεση μέσα στην άγρια ζούγκλα, εξοπλισμένος με ένα μοντέρνο πιστόλι, μια ζόρικη χατζάρα και ένα μουράτο μπερέ μάχης.

κείθε

στρατιώτης αντέδρασε όταν ένας ειδικοδυναμίτης τον αποκάλεσε ζώο.

σαπέρα

[...]το κοιμητήριο του ναού[...]τα χρώματα της ελληνικής σημαίας[...]αμέτρητες πορσελάνινες φωτογραφίες με συγκινητικά στιχάκια και κοντά τους τα διακριτικά ενός νεαρού ειδικοδυναμίτη[...]

ολούθε

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατάσταση όπου κάποιος τριγυρνάει γύρω από κάτι ή κάποιον άλλο, επίμονα.

Έλα Τάκη είμαστε στο καφέ της Αννούλας. Που είναι; Πάνω στην πλατεία, θα το αναγνωρίσεις καθώς δορυφορίζουν γύρω μας 5-6 πιτσιρίκια.

Είδες την αλογόμυγα, δορυφορίζει γύρω γύρω από το σκατό εδώ και μία ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published