Λάθος με cult value όπως αρεοπλάνο, Oυραγουάη κλπ. (Δες).
Πραγματοποίησε απέκρουση ο τερματοφύλαξ!
Λάθος με cult value όπως αρεοπλάνο, Oυραγουάη κλπ. (Δες).
Πραγματοποίησε απέκρουση ο τερματοφύλαξ!
Got a better definition? Add it!
Σύνηθες λάθος παλιών σπίκερ ποδοσφαίρου που έχει αποκτήσει cult value. Μεταφέρεται λανθασμένα στον Ενεστώτα η αύξηση του Αορίστου.
Απεκρούει ο τερματοφύλαξ!
Got a better definition? Add it!
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει στο Στοίχημα ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες.
Αμφίσκορο μου φαίνεται.
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιροσλάνγκ για τον αργό ποδοσφαιριστή.
Γεμίσαμε αργοκαρούτες αδελφάκι μου. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ψευδο-επώνυμο που σημαίνει τον άσχετο, τον ηλίθιο, τον άκυρο.
Ε μα, ο καθε ασχετιδης λεει την παπαντζα του γιατι του το ειπε ο γνωστος που εχει γνωστο ενα γυμναστη που το διαβασε στο σουπερ-κατερινα... συγνωμη για την πολυλογια, καλημερα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Μειωτικά ο ψυχίατρος. Λέγεται βέβαια και για οποιονδήποτε γιατρό θεωρείται τρελός.
ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΓΚΙΟΣΑ ΠΑΛΑΒΩΣΕΣ ΤΕΛΕΙΩΣ ????ΑΚΟΥ ΕΚΕΙ ΑΓΙΟΣ ΤΟ ΠΡΕΖΟΝΙ Ο ΓΕΛΟΙΟΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ????ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΤΡΕΛΛΟΓΡΙΑ ??? ΑΝΤΕ ΝΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΟΥΡΛΟΓΙΑΤΡΟΣ !!!ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΑΘΕ ΤΣΟΦΛΙ ΚΑΙ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΤΟΥ ΚΑΤΕΒΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΟΚΥΘΑ ΤΟΥ ΑΝΤΕ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΠΛΥΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΠΙΑΤΟ !!! (Μακελειό).
Got a better definition? Add it!
Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.
Got a better definition? Add it!
Η προχωρημένης ηλικίας κουγκαρομπεμπέκα που ντύνεται σαν έφηβη σλατίνα πρωταγωνίστρια σε βίντεο κλιπ της τραπ.
Οι δυο γεροντοσλατίνες αναστάτωσαν τη Γλυφάδα.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό ρήμα to binge που σημαίνει μια περίοδο υπερβολικής κατανάλωσης αλκόολ, ναρκωτικών, ουσιών ή και τηλεοπτικών σειρών.
Ντρέπομαι να παραδεχθώ το γιατί, κάθε φορά που κυκλοφορεί καινούργια σεζόν του Selling Sunset, σταματάω τα πάντα για να την μπιντζάρω. (Oneman).
Got a better definition? Add it!