Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παραδοσιακός ελληνικός καφές φραπέ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως περιέχει περισσότερο γάλα παρά νερό, με αποτέλεσμα να πίνεις κάτι που μοιάζει με χτυπημένο γάλα με καφέ. Συνήθως συνοδεύεται με πολύ ζάχαρη.

- Έρχομαι από κει για καφέ. - OΚ, αλλά πάρε και ένα γάλα από το περίπτερο καθώς έρχεσαι γιατί έχω μόνο μισό λίτρο περίπου και δεν θα φτάσει για το φραπόγαλο που πίνεις εσύ!!
- Εξυπνάδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυριάρης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Αυτός που λέει τα μυστικά ή καταδίδει άλλους.

- Θα πούμε στον Γιώργο πως θα κάνουμε κοπάνα; - Τι σε αυτό το καρφί; Όχι βέβαια, αυτός θα πάει να το πει σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρτυρώ, λέω ένα μυστικό.

Κάποιος με κάρφωσε στην δασκάλα ότι έβαλα εγώ την πινέζα στην καρέκλα της γιατί μετά το μάθημα μου είπε να πάω στο γραφείο της! Αυτός ο σπασίκλας ο Γιώργος θα ήταν, είμαι σίγουρος!

Δες και καρφώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω επίμονα, κοζάρω.

Ρε η γκόμενα σε καρφώνει τόση ώρα, πρέπει να γουστάρει, θα πας να της μιλήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνούμε συνήθως σε στιγμή εκνευρισμού και για να αποφύγουμε να βρίσουμε τα θεία. Στην κυριολεξία σημαίνει «γαμώ τον εξαναγκασμό μου» αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται μονάχα με αυτή την έννοια.

Πάλι έχασε η Newcastle γαμώ το στανιό μου. Στον κουβά και σήμερα το στοίχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.

Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.

- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαρ με «κορίτσια», κοινώς κωλόμπαρο. Επειδή όταν θέλουν επαφή (για ποτά) με πελάτη, πλησιάζουν λέγοντας «πώς σε λένε;».

- Δεν βγαίνω με τον Θανάση. Αυτός μόνο σε πωσελενετζίδικα πάει. Και ξεφορτώνει κανονικά, με ανατρεπόμενο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως για τηλεφωνικές κλήσεις που είτε απορρίπτονται είτε μένουν χωρίς απάντηση. Γενικότερα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν κάποιος μας αγνοεί. Το γιατί έχει επιλεγεί η πρωτεύουσα της Αιγύπτου παραμένει άγνωστο.

Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται η Μαρία; Όποτε την παίρνω τηλέφωνο, με συνδέει με Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified