Τεμπέλης.
- Όλη μέρα φαΐ, ύπνο και καυλομαχητό ο τύπος. Σκέτη κουραδομηχανή.
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουπούκι, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Στρινγκάκι.
Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!
Got a better definition? Add it!
Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.
Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο το οποίο δεν ενδιαφέρεται για τίποτα ούτε καν για τον εαυτό του. Δεν τον επηρεάζουν καταστάσεις και γεγονότα και δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να τον ευαισθητοποιήσεις.
Γνωστός και ως: χαβαλές, ρέκλας, οικοδόμος, παραλίας, χυμείο, άνιωθος.
- Ρε... άκουσα ο Αλέξανδρος έπιασε δουλειά;
- Ούτε για δημόσιος υπάλληλος δεν κάνει αυτός... Μέγιστος σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Κορίτσι στην εφηβεία.
Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.
%
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται υποτιμητικά για κάποιο άτομο που... έχει γνώσεις και άποψη για όλα!
- Είχα βγεί χθες με τον Παναγιώτη και με έπρηξε στο μπλα μπλα κανα 2ωρο.
- Ε μα και εσύ με τον γνώστη βγήκες βόλτα; Αφού τον ξέρεις, έχει γνώμη πριν από εσένα και για εσένα.
βλ. και ξερόλας
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο κουτό-πονηρός άνθρωπος (συνήθως), αυτός ο οποίος είναι υπεράνω όλων, νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος απ 'όλους και πάει να την φέρει σε όλους.
Γνωστός επίσης και ως: Δήθεν, γιατρός, δάσκαλος, επιστήμονας, κύριος καθηγητής.
- Πω ρε φίλε, ο Κώστας κάθεται και την λέει σε όλους ! Πώς τον αντέχετε τον πονηρίδη!
- Νομίζει ότι μας την λέει, το παλληκάρι είναι για τον πούτσο. Βλάκας!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!