Λογοπαίγνιο σχετικό με το «άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών». Υπαινίσσεται την πνευματική ένδεια του λεγόμενου «καλού κόσμου».

- Θα πας στη δεξίωση της κυρίας Φιλοπούτση; Όπως λέει η πρόσκληση θα παρευρεθούν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.
- Α πα πα! Δεν την ξαναπατάω! Πήγα πέρυσι και βρέθηκα μεταξύ αγραμμάτων και τεκνών! Ήτανε όλες οι «φίλες» της (νεόπλουτες ή λούγκρες) με τα τεκνά τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός όρος που σημαίνει ελευθεροκοινωνώ.

Όταν ένα βαπόρι πιάνει σε ξένο λιμάνι, απαιτούνται ορισμένες διαδικασίες, προκειμένου να επιτραπεί στο πλήρωμα και τους τυχόν επιβάτες η πρόσβαση στη στεριά. Τις διαδικασίες αυτές εκτελεί συνήθως κάποιος τοπικός εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας, ο επονομαζόμενος «πράτιγος».

Υπάρχει και άλλη έννοια του «πρατιγάρω», που σημαίνει συνουσιάζομαι.
(Την άκουσα από το «Στεφάκια» [βλ. κώλο-μουνί], αλλά δεν ξέρω αν ήταν προϊόν δικής του λεξιπλασίας [πολύ πιθανόν] ή όρος της ναυτικής διαλέκτου χρησιμοποιούμενος ευρύτερα και με αυτήν την έννοια. Πάντως το δεύτερο παράδειγμα το έχω ακούσει να το διηγείται ο ίδιος και αναφέρεται, με μια δόση υπερβολής βέβαια, σε πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.)

-«Σαρανταδυό μέρες ταξίδι, ουρανό και θάλασσα. Μόλις το βαπόρι έπιασε λιμάνι, ίσα-ίσα που πρατιγάραμε δηλαδή,την κοπάνισε όλο το τσούρμο για τα καλά τα σπίτια. Με το ζόρι τους μάζεψε ο λοστρόμος την άλλη μέρα. Όλοι τύφλα!»

-«Εκεί στην Αλεξάντρεια να δείς ντουνιά! Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλες οι λατσιόνες* ! Τους είχανε κουβαλήσει οι Εγγλέζοι από την άκρη της γης. Κάργα σκουλαμέντο** . Άμα πήγαινα στις σαρμούτες *** για να πρατιγάρω, δυο-δυο τις έβαζα τις καπότες! Γινόταν η λουλού μου σαν το μπαλόνι*** του καϊκιού!«

  • εθνικότητες
    ** βλεννόρροια (βλ. λήμμα)
    *** πόρνες (στα Αραβικά, βλ. λήμμα)
    ****φουσκωτός κύλινδρος από ελαστικό για προστασία του σκάφους (όταν είναι αραγμένο) από επαφή με διπλανά σκάφη ή την αποβάθρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση του γλαφυρότατου ορισμού του Δον Μήτσου, επισημαίνω ότι χρησιμοποιείται και στο ιδίωμα των νταλικέρηδων για να δηλωθεί μία μικρή απόσταση, ένα μικρό σύντομο δρομολόγιο, κατά αναλογία προς τον πολυτραγουδισμένο πορθμό μεταξύ κώλου και μουνιού που ως γνωστόν έχει μήκος δύο δάχτυλα και κάτι.

Κώλο-μουνί το δρομολόγιο σήμερα. Δεν θα αργήσει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: παντιλικώνω, μπαντιλικιάζω, παντιλικιάζω.

Σημαίνει ότι οδηγώ το όχημα με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνει στις στροφές με τις μπάντες, δηλαδή με πλαγιολίσθηση. Για να ελέγχεται το όχημα ο οδηγός πρέπει να κάνει το κατάλληλο παιχνίδι με το γκάζι, τα φρένα και το τιμόνι. Λέγεται και για μηχανές. Το συνηθίζουν ραλίστες, αλλά και κάγκουρες.

Επίσης, συνηθίζεται και στο τρίτο πρόσωπο μπαντιλικώνει κ.τ.ό., για να δηλωθεί ότι το όχημα μπαντιλικώνει.

Πάσα (Δ.Π.): Πονηρόσκυλο.

1. Όποιος έχει οδηγήσει οποιοδήποτε Opel/Saab με κινητήρα πάνω από 200 άλογα ξέρει τι θα πει torque steer. Είναι το ψάρεμα που κάνουν οι εμπρός (κινητήριοι) τροχοί που λόγω του άνισου μεγέθους των ημιαξονίουν μεταφέρουν στο απότομα πάτημα του γκαζιού άνισα τη ροπή δεξιά-αριστερά. Το τιμόνι τραβάει απότομα από τη μία πλευρά (την αριστερή συνήθως) και αν δεν προσέξεις στο προσπέρασμα σκας στον απέναντι. Απαράδεκτο. Όχι όμως και αν το αυτοκίνητο είναι πισωκίνητο. Γιατί τότε έχει «γλέντι», «μπαντιλικώνει», ελαφραίνει απότομα και αρχίζει το ψαλίδισμα της ουράς. Πολύς ο χαβαλές, αλλά είναι ακόμη πιο πιθανό τα γυρίσει και να σκάσει στον απέναντι. Έχει όμως φάση ε;

2. Δεν το λαμπαδιάζω απλά όταν ανέβαινα πάνω Κοζάνη από Αθήνα τότε επειδή το πήγαινα τέρμα συνέχεια 160 - 220 , στο ΣΕΑ Αλμυρού μου τα ξέρασε. Πιο πολύ μπαντιλικώνω, δηλαδή τρελαίνομαι να το διπλώνω συνέχεια (μόλις ζεσταθεί), αλλά τώρα τα έκοψα αυτά μέχρι να δω τι παίζει.

3. Ημουν με 80χλμ και ο τυπος με περασε και συνεχιζε να μπαντιλικωνει μπροστα μου για μεγαλη αποσταση.

4. Οταν ομως ειμαι με το 200αρι αλλαζουν τα πραγματα. Εξακολουθω να μην κανω κοντρες κλπ αλλα εχω αλλο κακο.Driftαρω οπουδηποτε. Εστω και σε ελαχιστο χωρο μεσα σε στενο η και σε λεωφορο αν δεν εχω αμαξια γυρω μου.Εκμεταλλευομαι και την παραμικρη στροφη ενω το παντιλικωνω και σε ευθειες.Ξερω οτι ειναι μεγαλη βλακεια και οι περισσοτεροι οδηγοι τρομαζουν και κανουν στην ακρη,αλλα δε μπορω να το ελεγξω.Κοροιδευω τον εαυτο μου οτι με προκαλει το αμαξι...

(από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια άκρως αμφιλεγόμενη λέξη: δεν πρόκειται ούτε για ρήμα, προφανώς ούτε για άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο κ.τ.λ. Προέρχεται από την φράση «όχι, εντάξει, πλάκα έκανα / κάνω».

Η λέξη χρησιμοποιείται όταν, για κάποιο δικό μας λόγο, θέλουμε να πειράξουμε τον φίλο μας και όχι μόνο, αλλά με έναν διασκεδαστικό και ταυτόχρονα εκνευριστικό τρόπο.

Συχνά προφέρεται ως: «χοιντάάάάξ», «οϊντά» και «χόι» για τους βαρεμένους.

Όταν μετά από αυτή τη λέξη ακολουθεί «αλλά ναι» τότε όλη η φραση «χοιντάξ, αλλά ναι» δηλώνει το γνωστό «Πλάκα πλάκα όμως, είναι αλήθεια.»

- Έλα ρε Χρήστο, έμαθα ότι είσαι στο νοσοκομείο... Αεροπλάνο σε πήρε σβάρνα;;; χοιντάάξ...

ή

- Άσε με μωρέ Μήτσο να πούμε... η ξινή, η ηλίθια... δεν θα της ξαναμιλήσω ποτέ... χοιντάαξ... αλλά ναι. Σιγά μη της στειλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωμική παραφθορά (με την λέξη «σαλάμι») του «θαλαμάρχης», του πιο ηλικιωμένου φαντάρου που υποχρεούται να εκτελεί χρέη αρχηγού ενός θαλάμου.

- Πού έχει χαθεί ο σαλαμάρχης μας ρε παιδιά; Έχουμε αναφορά στις εφτάμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λοχίας Υπηρεσίας, υπαξιωματικός ή απλός φαντάρος που βοηθάει εθελοντικά τους υπαξιωματικούς. Φοράει μπλε ή κίτρινο περιβραχιώνιο με τα αρχικά «ΛΥ».

- Πού είναι το όργανο;
- Μόλις τον έστειλα στο ιατρείο με μερικούς κωλυόμενους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».

-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική έκφραση που σημαίνει πως δυό τόποι είναι πολύ κοντά. Κυρίως αναφέρεται σε στενά περάσματα, μπουγάζια στη ναυτική ορολογία, αλλά όχι μόνο.

Την άκουσα, πριν από κάμποσες δεκαετίες, από έναν ψαρά της Κύθνου, το Στέφανο Ψαρά, τον περίφημο «Στεφάκια», που έχει «σαλπάρει» από κοντά μας εδώ και κάμποσα χρόνια. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα πως «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει».

Στο παράδειγμα, θα προσπαθήσω να μεταφέρω, όσο πιό πιστά μπορώ, την ιστορία του θαυμάσιου λαϊκού παραμυθά. (Σε παρένθεση οι επεξηγήσεις ναυτικών όρων, που κάποιοι μπορεί να αγνοούν.)

Ένας καπετάνιος ταξίδευε με το βαπόρι του κι είχε μαζί και τη θυγατέρα του. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι, τους έπιασε μεγάλη φουρτούνα κι αναγκαστηκαν να φουντάρουν (αγκυροβολήσουν) πίσω απο ένα ερημονήσι για να φυλαχτούν απ' το καιρό.

Το μπουγάζι (στενό πέρασμα) ήταν μια σταλιά. Βλέπανε το λιμάνι απέναντι, μα το βαπόρι βαρυφορτωμένο κι η θάλασσα έβγαζε φίδια.
Ο καπετάνιος, μπουρινιασμένος, κοιτούσε, μια τη θάλασσα, μιά τη στεριά απέναντι και μονολογούσε:

«Για δες μωρέ ξεφτίλα! Κώλο-μουνί, πόσο νά 'ναι και δε μπορούμε να περάσουμε!»

Σαν τ' άκουσε η κόρη του, πήρε το κουμπάσο (ναυτικός διαβήτης, διαστημόμετρο, με το οποίο μετρούν τις αποστάσεις στο χάρτη και μετά τις μετατρέπουν σε μίλια με τη βοήθεια της κλίμακας του γωγραφικού πλάτους, που υπάρχει στο κατακόρυφο περιθώριό του) και πήγε στη καμπίνα της. Εκεί γδύθηκε, μέτρησε την απόσταση κώλο-μουνί με το κουμπάσο, ξαναντύθηκε, γύρισε στη γέφυρα, λογάριασε την απόσταση στο χάρτη κι είπε όλο χαρά στο πατέρα της: «Πατέρα, αυτό που ρωτούσες το μέτρησα. Είναι εβδομηνταδύο μίλια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ταμπελάκι με το επώνυμο και το πρώτο γράμμα του ονόματος που φορούν οι φαντάροι.

- Μας έδωσαν και τους ρουφιάνους μας, τώρα θα τρώμε καμπάνα σε χρόνο dt.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified