Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.

Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να καταναλώσεις ένα συγκεκριμένο προϊόν με το επιχείρημα ότι είναι ανήθικο. Επιτελεί δηλαδή τον αντίθετο ρόλο από τον ίνφλουενσερ.

Μας τα έχει κάνει τσουρέκια ο ντείνφλουενσερ με το διαρκές virtue-signalling του.

Got a better definition? Add it!

Published

Η οφθαλμολαγνία, εννοείται ότι παίρνεις έτσι υλικό και θεματάκι, ώστε όταν απομονωθείς μετά στο σπίτι, να καταφύγεις σε αυνανισμό μέσω φαντασιώσεων από το θελκτικό θέαμα που έχεις δει. Κυρίως ως παίρνω εργασία για το σπίτι.

Τι άλογα στην περατζάδα! Πήραμε μπόλικη εργασία για το σπίτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο άσφαιρος άντρας, ο άντρας που δεν μπορεί να κάνει σεξ λόγω ανικανότητας ή υπερβολικού αυνανισμού που τον έχει ξεζουμίσει.

Τον έπαιξε τόσες φορές για πάρτη της που όταν τελικά του κάθησε ήταν αβολίδωτος.

Got a better definition? Add it!

Published

Τον κάνω μολύβι για γράψιμο σημαίνει αυνανίζομαι περιπαθώς και κατ' επανάληψη. Η εικόνα είναι από ένα μολύβι που μπαίνει στην ξύστρα και ξύνεται.

Τον έχει κάνει μολύβι για γράψιμο ο μικρός.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Έχει χειροτονωθεί και είναι έτοιμος να προχωρήσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι (δες).

Χειρογλεντάει όλη μέρα ο γρόθος.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι εκ του καλιαρντής προέλευσης φλοκάρω.

Σολοφλοκάρει όλη μέρα, τον έχει κάνει λάστιχο.

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν είναι ακόμα γνωστή ο προέλευση ή η ακριβής ερμηνεία της λέξης. Οι ειδικοί πιστεύουν πως πρόκειται για το θηλυκό του "κλαπαρχιδα", με τις πρώτες αναφορές στο λήμμα να γίνονται στην Πάτρα, το 2023.

Που πας ρε κλαπαρχιδομούνα;"

Got a better definition? Add it!

Published