Ο ό,τι να 'ναι, ο απρόβλεπτος τύπος που καταφέρνει να αποδιοργανώσει την παρέα. Οι πράξεις του σχεδόν πάντα περιβάλλονται από ένα πέπλο ηλιθιότητας. Ο ίδιος ενίοτε δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του αυτή, παρά μόνο όταν του την επισημάνουν οι γύρω του. Η ιδιότητα τού να είναι κάποιος αντάβαλος είναι διαρκής. Δεν έχει δηλαδή εξάρσεις και υφέσεις αλλά συνήθως κυμαίνεται γύρω από κάποιον μέσο όρο διαφορετικό για κάθε αντάβαλο, με αποτέλεσμα κάποιος να είναι λίγο, πολύ ή πάρα πολύ αντάβαλος.

- Έμαθες τι έκανε πάλι ο Τάκης...;
- Ε αφού είναι αντάβαλος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας είναι εκείνο το είδος οδηγού που παρεμβαίνει στην εμφάνιση του εκάστοτε αυτοκίνητου που έχει με ποικίλα είδη αισθητικών βελτιώσεων. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται αυτές οι αισθητικές βελτιώσεις διαφέρει ανάλογα το είδος του κάγκουρα. Η δραστηριότητα του κάγκουρα επεκτείνεται και στην παρακολούθηση αγώνων μηχανοκίνητων αυτοκινήτων και στην ανάγνωση περιοδικών με τιμές αυτοκινήτων που δε θα αγοράσει ποτέ. Μάλιστα οι περισσότεροι κάγκουρες των 90's μεγάλωσαν παίζοντας με κάρτες που ανέγραφαν πληροφορίες για την ισχύ των μηχανών, τη μέγιστη ταχύτητα και το βάρος των αυτοκινήτων υπερ-ατού. Ένας τυπικός κάγκουρας φοράει αθλητικό παπούτσι του οποίου η σόλα πλησιάζει την υφή των ελαστικών του αυτοκινήτου του. Επίσης μια ιεροτελεστία του είδους αποτελεί η ηχορύπανση κυρίως τις βραδινές ώρες όπου κυκλοφορούν τα θηλυκά του είδους. Θα λέγαμε πως η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο απο τον χορό γονιμότητας του είδους.

Ετυμολογία

Η πρωτογενής έννοια της λέξης κάγκουρας σημαίνει ο επιδειξίας, ο λαϊκός τύπος, αυτός που αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.

συνώνυμα: μανιάουρο (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών), σεμπρικομανιάουρο (αυτός που έχει σεμπρικ στο αυτοκινούμενο όχημα του), ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από χαλκίδα) .

Είδη

Κάγκουρες συναντώνται σε αρκετές χώρες, με κυριότερες τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Υπάρχουν διάφορα είδη στη φύση, ανάλογα με το μέγεθος της μετατροπής που έχει υποστεί το αυτοκίνητο, ή ανάλογα της φιλοσοφίας του κάγκουρα. Τα πιο συνηθισμένα είδη που συναντά κανείς στους ελληνικούς δρόμους είναι τα εξής:

  • ο εκκολαπτόμενος
  • ο γρήγορος
  • ο κυριλάτος
  • ο ψαγμένος
  • ο δάγκουρας
  • ο μάγκουρας ή μάκουρας
  • ο καβουροκάγκουρας

Άλλα χόμπυ

Ο κάγκουρας επίσης ασχολείται πολύ με το καρτοκινητό του.

Από την Ανεγκυκλοπαίδεια, την ελεύθερη παρωδία

καγκουράμαξο

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει Lαϊκή Aγορά, συνήθως για ειρωνεία.

- Από πού πήρες την μπλούζα και είναι τόσο χάλια; Από L.A.;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.

- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο χαζός.

-Τι βλακείες λες; Είσαι ντιλινός;

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ένω περπατούσε γλίστρησε και έπεσε.

-Γιατί περπατάς έτσι;
-Γλίστρησα από το χιόνι και έφαγα σάρα!

Σάρα (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμός: μεγάλη πείνα.
Ταγάρι: Το γνωστό κρεμαστό σακούλι που βάζει ο χωριάτης το φαγητό που θα φάει στα χωράφια που δουλεύει ή στα γιδοπρόβατα που φυλάει.

Όλο μαζί σημαίνει τον δήθεν χορτάτο πλούσιο επαρχιώτη.

-Πήγες ρε στα εγκαίνια του μαγαζιού του Τάκη;
-Πήγα, αλλά είχανε πάει όλα τα λιμοτάγαρα νωρίτερα και δεν αφήσανε τίποτα στο μπουφέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Αποφεύγω να πατάω πάνω στο πόδι παρευρισκόμενου ατόμου.

Μας ξενύχιασες ρε φίλε, πάτα και λίγο Ελλάδα να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με την οποία σχετίζεται κανείς φιλικά και σεξουαλικά, αλλα όχι και συναισθηματικά.

  1. Γκόμενες και μαλακίες: με ερωφίλες θα την βγάζω από 'δώ και πέρα.

  2. - Πώς πάει με τον δικό σου; - Ποιόν «δικό μου» ρε συ. Εγώ μες στην καψούρα κι αυτός να με παίρνει για ερωφίλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούγεται σαν φάρμακο, αλλά προέρχεται από το κλάνω μέντες και σημαίνει παίρνω μεγάλη τρομάρα.

- Καλά, η Γιούλα φοβάται τα αεροπλάνα;
- Ναι ρε! Κάθε φορά που πετάει πίνει Κλαζμεντέν απ' το μπουκάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified