Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.

Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.

- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.

- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: φραπεδιόλα.

-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεφτά.

- Εντάξει, την έκανες τη δουλειά;
- Ναι, την δουλειά την έκανα, τα μπικικίνια όμως δεν βλέπω.

Γ. Μηλιώκας: Η τσέπη μας μαλλί δεν έχει (από Ο ΑΛΛΟΣ, 18/07/09)(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αόριστος χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή άλλο ον.

Πάτησα ένα σκύλο σήμερα με το αμάξι. Ο ψηλός πετάχτηκε από το πουθενά.

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα που θα πάρει ο πρώτος γιος του κερατά, ο οποίος παντρεύτηκε ιδιαιτέρως τσαχπίνα γυναίκα, γνωστή σε όλους της ευρύτερης περιοχής λόγω π.χ. των οργίων στα οποία συμμετείχε στο Λύκειο. Λέμε τώρα. Αν προταθεί ως όνομα στον μέλλοντα πατέρα, θα πει ότι κάποιος πάει απ' έξω απ' έξω να τον προειδοποιήσει τον άνθρωπο.

- Αχ Κώστα μου πολύ χάρηκα που άκουσα ότι περιμένετε αγοράκι με την Ελένη. Πώς θα το πείτε;
- Βρασίδα σαν τον πατέρα μου.
- Μωρέ Απόλλων να το πείτε, Απόλλων, άκου που σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.

Πατρινής προέλευσης.

Καλά ρε μαλάκα, εσύ είσαι εντελώς μινάρας.

Atletico Mineiro (από patsis, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.

- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλωτσομπουνίδια.

Με κόζαρε στραβά ο ζάβλακας ο χίπις και τον άρχισα στα σάτα κιούτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από σύνθημα των οπαδών του (Μ)ΠΑΟΚ και χρησιμοποιείται κυρίως στο Βορρά για να δηλώσει μια έντονη κατάσταση γενικότερα.

- Πωωω τα σπάσανε οι Madball χθες ρε παιδάκι μου, αμπαλαέα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified