Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...

Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τέτοια μου, δεν με νοιάζει, μη σε νοιάζει, δεν τρέχει τίποτα, μου είναι αδιάφορο.

- Ρε μεγάλε, με πήρε τηλέφωνο από τη σκοπιά η αλλαγή σου και είπε ότι έχεις ξεχάσει το κράνος σου. - Κλάιν μάιν ρε, θα το πάρω μετά το φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη δεκαετία του 80, τότε που είχαν έρθει στην Ελλάδα τα προϊόντα Κάλβιν Κλάιν, επειδή ήταν ακριβά όποιος τα έπαιρνε θεωρούνταν ψώνιο, καγκούρι, γενικά ψιλο-χλεχλές. Αρχικά αναφερόταν ολόκληρο με τις καταλήξεις Μάιν, Ζάιν, Ντάιν κ.ά., αλλά με τον καιρό έμεινε μόνο το Κλάιν Μάιν...

- Τον είδες τον Άκη; Πήρε και Κάλβιν Κλάιν.
- Κάλβιν Κλάιν Μάιν Ζάιν Ντάιν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανικής προέλευσης έκφραση που απαντάται πλέον μόνο στη Θεσσαλονίκη για λόγους που είναι πέρα από τη θεματολογία του παρόντος ιστοτόπου. Η έντονη ποιητική διάθεση των Θεσσαλονικέων οδήγησε στην παράφραση του κλαν (συντομογραφία του ρήματος κλάνω) σε κλάιν, ώστε να κάνει ομοιοκαταληξία με το μάιν (δικό μου/δικά μου).

Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια σεξουαλικών/σκατολογικών εκφράσεων του τύπου κλάσε μας τ' αρχίδια, θα μου κλάσει τ' αρχίδια κλπ. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει, παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις τρίτων.

- Και πότε θα προλάβω να το ετοιμάσω το πρότζεκτ τώρα που μου το λες ρε μεγάλε;
- Πάρε μαζί σου τα χαρτιά το σαββατοκύριακο και δούλεψέ το. Δεν πρόκειται να σου πάρει πάνω από 2-3 ώρες τη μέρα και το χρειάζομαι όπως-και-δήποτε τη Δευτέρα στις 8.
- Α καλά... κλάιν μάιν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κλισέ κατά τις δεκαετίες 60-80 (βλ. κλάσε μου).

- Φιλαράκο θα τις μαζέψεις μου φαίνεται...
- Κλάιν μάιν σύρζα! (θα μου τα κλάσεις σύριζα)
- ΟΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
    - Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...

  2. - Πώς ήταν το πάρτυ;
    - Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...

βλ. και πουτς μάιν κλάιν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified