Αναφέρεστε μάλλον στον Γεώργιο Καρτάλη, στέλεχος του Κέντρου στην Αντίσταση και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Πέθανε το 1957, σε ηλικία 49 χρονών. Πολλές πληροφορίες έχει εδώ.
Lemon είναι καθιερωμένη αγγλο-αμερικάνικη σλανγκ, κυρίως για το μάπα αμάξι αλλά και για οποιαδήποτε άλλη μπαχαντέλα. Χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Περισσότερα εδώ και εδώ - μια εικασία γιατί λεμόνι είναι γιατί σου αφήνει άσχημη γεύση.
Έτσι. Και η σχετική συζήτηση στο λήμμα βοϊδόπουτσα. Βοήθεια μας.
Υπάρχει και η έκφραση μαύρισε το μάτι μου - από την πείνα ή από άλλη έλλειψη.
Θενκ γιου. Κι εμένα μου φαίνεται ότι αυτό που λες για την έλλειψη ανατροφοδότησης είναι σωστό έτσι κι αλλιώς ως υπόβαθρο, όποια κι αν είναι ιστορικά η προέλευση της φράσης. Τώρα, αν ο Γερμανός ήταν άνιωθος διότι ήταν ψυχρός τύπος ή διότι , πολύ απλά, δεν καταλάβαινε τι του έλεγε ο δικός μας - στα ελληνικά; στα γερμανικά; στα εκατέρωθεν τσάτρα-πάτρα ή και ανύπαρκτα αγγλικά της εποχής; - αυτό δεν το ξέρω. Ίσως κάποιος γερμανοτραφής του σάιτ να μπορεί να βοηθήσει.
Ο αλέκος είναι, όντως, κορυφαίος.
Έλα ρε, Jim Bookie!!!
Να πω ότι η έκφραση προέρχεται από την αργκό της οικοδομής όπου χρησιμοποιείται συχνά και μάλλον κατά κυριολεξία. Η συνηθέστερη χρήση είναι στη φράση αγοράζω απ' τα μπετά, ή και από μπετά - σημαίνει ότι υπογράφω συμβόλαια και δίνω την προκαταβολή για το σπίτι/διαμέρισμα στη φάση που έχουν μπει τα θεμέλια και έχουν πέσει οι τσιμεντοκολώνες αλλά πριν καν αρχίσει η τοιχοποιία. Εννοείται ότι πώληση από μπετά είναι προφ λουκούμι για τον εργολάβο διότι χρηματοδοτεί την αποπεράτωση της οικοδομής απ' τα λεφτά του αγοραστή και όχι απ' τα δικά του ή από τραπεζικό δάνειο. Καλύτερο ακόμα τούρχεται να βρεθεί πελάτης που θα αγοράσει από θεμέλια (=μόλις μπουν τα θεμέλια και πριν καν να ρίξει τα μπετά) ή, το καλύτερο όλων για τον εργολάβο, από σχέδια.
Επειδή οι αφρατούλες που αναφέρεις παραπέμπουν στο λήμμα ζουμπουρλούδικο, να διευκρινίσω ότι ένα ζουμπουρλούδικο είναι μεν στρουμπουλό αλλά είναι και τροφαντό και σφιχτό και, συνεπώς, εξ ορισμού δεν έχει τέτοιο βυζί.
Κλασικό!
Μια παρατήρηση, αν επιτρέπεις. Ο τσίρος δεν είναι ρέγγα. Είναι αποξηραμένος κολιός.
Δεν τόχω με τις ρυθμοί αλλά τώρα που το σκέφτομαι μου πάει σε κάτι σαν καζατσοκ, μακριά από μας.
Ο ορίτζιναλ φονιάς των Ελληνικών γηπέδων ήταν ο Χρήστος Δημόπουλος, σέντερ φορ του ΠΑΟΚ που μετεπήδησε αργότερα στον Παναθηναϊκό. Η κερκίδα της Τούμπας τον είχε τιμήσει με το εξής άσμα:
[I]Δημόπουλε φονιά
γάμα τα μουνιά
για να δούνε τι θα πει
Παοξήδικη ψωλή[/I]
Ο Δημόπουλος έδρασε στις αρχές της δεκαετίας του '80 και, για κάποιο λόγο, ήταν ιδιαίτερα στυγνός στα ματς με την ΑΕΚ. Και, ναι, οι εφημερίδες του είχαν κολλήσει το κλισέ για το αγγελικό πρόσωπο.
Δες κι κι αυτό.
Σούπερ!
Και στα ΔΥΟ ΕΡΓΑ εβλεπες το δεύτερο μισό του πρώτου, ολόκληρο το δεύτερο, το πρώτο μισό του πρώτου και ... εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε.
Σπόρια, καραμέλες, σοκολάτες, φρέεεσκα ρόοοοοξξξ!
Χότζαμ, kuru στα τουρκικα είναι βέβαια αυτό που λες αλλά κουρού μπουγάτσα είναι αυτό που λέει ο πάνος. Η λέξη κουρού στα ελληνικά χαρακτηρίζει πλέον το είδος της ζύμης, η οποία δεν είναι ζύμη για φύλλο και η οποία, σε σύγκριση με τη ζύμη του φύλλου της κλασικής μπουγάτσας, είναι μάλλον στεγνή και λίγο τριφτή - εξ ου και. Με τη ζύμη αυτή γίνονται τυροπιτάκια κυρίως, αλλά μπορεί να είναι και η γέμιση κιμάς ή κάτι άλλο. Εδώ έχει μια ελληνική συνταγή και εκεί έχει μια τούρκικη συνταγή. Και η τούρκικη kuru poğaça έχει γέμιση - πάλι τυρί ή κιμά.
Την μπουγάτσα που δεν έχει γέμιση στη Σαλονίκη τουλάστιχον τη λέμε σκέτη μπουγάτσα.
Και ερωτικοί μετανάστες ...
Από ποιά περιοχή το έχεις; Ίσως να αλλάζει η σημασία από περιοχή σε περιοχή γιατί, ας πούμε, η Live-Pedia.gr δίνει τον ορισμό κάπως διαφορετικά:
βεδούρα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ σλαβ. vedro = ξύλινο δοχείο]
- ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιούν οι βοσκοί, στο οποίο βάζουν γάλα ή πήζουν γιαούρτι, η καρδάρα. Αλλιώς βιδούρα, βεδούρι.
- (μτφ.) ο κοντόχοντρος άνθρωπος
- ξύλινο μέτρο για τη μέτρηση σιτηρών. Δεν την ξέρω, προφ, τη λέξη - πάντως, οι αναφορές που βρίσκω ονλάιν είναι από Αρκαδία-Μάνη κλπ
Έχω την εντύπωση ότι αυτές τις φράσεις τις χρησιμοποιούμε όταν το δεύτερο στοιχείο, πέρα απ'το βήχα - λεφτά, έρωτας, πουτανιά - γίνεται ακριβώς προσπάθεια να κρυφτεί αλλά η προσπάθεια αυτή αποβαίνει, φυσικά, άκαρπη και το πράμα προδίδεται. Ας πούμε, στις παρέες μου θα λέγαμε ο βήχας και τα λεφτά δεν κρύβονται στην περίπτωση κάποιου που ενώ γενικά το παίζει σεμνός ξαφνικά εμφανίζεται με μερσεντέ ή κάτι ανάλογο, όχι απαραίτητα φανταχτερό αλλά σίγουρα ακριβό. Οπότε, εμείς τουλάχιστον δεν θα το λέγαμε σε περιπτώσεις έκδηλης πουτανιάς αλλά μάλλον όταν μια παρθενοπιπίτσα τελικώς εκδηλωθεί. Κάπου σχετικό είναι, νομίζω, και το εκπληκτικό παπαδοξηλώτρα. Αν και στη συγκεκριμένη φράση δεν ξέρω αν η πουτανιά αναφέρεται στο από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα ή στην πουτανιά με την έννοια της πονηριάς και της ραδιουργίας.
@ bubis Δεν έχω κάτι άλλο για το mutaf, αυτό που λες κι εσύ βρίσκω μόνο. Ξέρω - αλλά δε νομίζω πως βοηθάει εδώ - ότι στη Θεσ/νικη παλαιότερα υπήρχε ζαχαροπλαστείο-καφετέρια Μutafi, πρώτα στην Κέννεντι και μετά το μικρό στη γωνία Κούσκουρα-Τσιμισκή. Α ναι, είχα και στο δημοτικό μια συμμαθήτρια Μουτάφη αλλά δεν νομίζω ότι είχε σχέση ούτε με ζαχαροπλαστεία, ούτε με κατσίκια.
Εξαιρετίκουε ... λήμμα και ορισμός.
Νομίζω ότι υπάρχει μια μικρή διαφορά ανάμεσα στο άσ' τα ψόφια και το άσ' τα σάπια.
Η αίσθηση που έχω είναι ότι άσ' τα σάπια εννοεί μη μου λες ψέμματα ενώ άσ' τα ψόφια σημαίνει μη κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Συμπίπτουν πολλές φορές αλλά όχι πάντα. Έτσι, νομίζω ότι καλώς παραπέμπει ο bubis στην έκφραση κάνω τον ψόφιο κοριό.
Σαλονικιός.
Προς αποφυγήν οιασδήποτε παρεξηγήσεως μόλις ανήρτησα έναν κίτρινο δράκο, τα πορτοκάλια και έναν πορτοκαλί δράκο.
Πάντως, τέτοια μπερδέματα γίνονται συχνά με το πορτοκαλί, λ.χ. εύκολα μπερδεύεις τα τρόλει (τα παλιά) με τα βερίκοκα.
Το Μπίνγκο του Μαστοράκη ξεκίνησε το '69 στην αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ και δεν είχε και πολλή σχέση με το Bingo που έπαιζαν και παίζουν οι γιαγιάδες στην Αγγλία - το οποίο, βασικά, είναι τόμπολα. Πάντως, τηλεοπτικά ήταν επιτυχία. Ο Μαστοράκης ξεφτιλίστηκε μεταδικτατορικά λόγω στενών σχέσεων με τη χούντα - δες και το μήδι. Επανέκαμψε, όμως, και έχω την εντύπωση ότι είναι τώρα ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού.
- Πού μένεις, κοπελιά;
- Πειραιά
- Μέσα;
- Εεεε, Κορυδαλλό ...
- Μέσα;
Η λέξη σέντρα έχει δυο διαφορετικές σημασίες στο ποδόσφαιρο και, νομίζω, ότι και παραπέρα έχει δυο διαφορετικές αργκοτικές χρήσεις.
α. Σέντρα είναι ο μικρός κύκλος μέσα στον μεγάλο κύκλο στο κέντρο του γηπέδου όπου τοποθετείται η μπάλα για το εναρκτήριο λάκτισμα στην αρχή του ματς και μετά από κάθε γκολ. Η μεσαία γραμμή του γηπέδου λέγεται και γραμμή της σέντρας. Εδώ εδράζεται το λήμμα σέντρα, αλλιώς και τάκος και τακ λάιν, tak line, του linc751979, και μάλλον και ο παρών ορισμός του bubis.
β. Σέντρα στο ποδόσφαιρο είναι όμως και η (συνήθως) ψηλοκρεμαστή μπαλιά/πάσα προς την μεγάλη περιοχή του αντιπάλου, προερχόμενη (συνήθως) από τα πλάγια. Από αυτή την σημασία νομίζω ότι έλκει την καταγωγή η χρήση την οποίαν σωστά υπενθυμίζει ο johnblack. Βλ. και το ρίχνω σουτ του Cunning Linguist. Ενδιαφέρον θα είχε η συζήτηση αν, στην περίπτωση γκόμενας λ.χ., το σεντράρω και το σουτάρω/ρίχνω σουτ χρησιμοποιούνται αδιακρίτως ή αν υπάρχει μια λεπτή νοηματική διαφορά.
Βασικά, πάντως, για τη σέντρα και οι δυο δίκιο έχουν.
H Βίκυ μου είπε ότι hayabusa (はやぶさ) στα Γιαπωνέζικα είναι ένα είδος γερακιού - ο πετρίτης, νομίζω. Go figure τα τζαπόνια ...
Ντερλικατέσεν: Είναι αλυσίδα λατέρνατιβ σουβλακερί στη Σαλονίκη.
Delicatessen: Είναι μια μαγική ταινία του '91 - περισσότερα εδώ
Ανεβάζω και τα σχετικά μήδια.
Ας σημειώσουμε και το επίσης αραβικό Μουνίρα (منيرة) το οποίο σημαίνει «φωτεινή» και το οποίο είναι, βεβαίως, η θηλυκή έκδοση του Μουνίρ (منير) που θα πει «φωτεινός, λαμπρός». Με άλλα λόγια, ο Μουνίρ και η Μουνίρα = ο Λάμπρος και η Φωτεινή.
Συνολικά γυρίστηκαν κάτι παραπάνω από 50 ταινίες με ήρωα τον Μασίστα. Οι μισές περίπου γυρίστηκαν στην εποχή του βωβού, στο διάστημα 1915-1926, με μόνιμο πρωταγωνιστή τον Bartolomeo Pagano. Το είδος αναβίωσε στην δεκαετία του '60 - άλλες 25 ταινίες με πρωταγωνιστές διάφορους Αμερικάνους σφίχτερμαν.
Πολύ καλό! Λες και τον βλέπω μπροστά μου.
Α, τι λέω; Τον βλέπω μπροστά μου - στο απέναντι γραφείο κάθεται ο παλιόπουστας, γαμώ το τουριστικό μου ρεύμα μέσα.