#1
poniroskylo

in ιμαρέτ

Περίφημο το Ιμαρέτ του Μωχάμαντ Άλι στην Καβάλα το οποίο έχει πλέον γίνει ξενοδοχείο πολυτελείας - http://www.imaret.gr/

#2
poniroskylo

in χαρχάλα

Μέσα είσαι. Προσωπικά το άκουσα πρώτη φορά το 1998 από φίλο Παναθηναϊκό. Θυμάμαι τη σκηνή, άργησα να καταλάβω τι εννόούσε και μετά το βρήκα πολύ αστείο. Αατα.

Η πλήρης έκφραση, όπως επισημαίνει τώρα ο stratos98 και είχε επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο και ο jesus σε σχόλιο στο λήμμα άλλο Μπραχάμι κι άλλο Μαϊάμι, είναι «άλλ' αντ' άλλα, της Παρασκευής το γάλα» ή «Άλλα είναι τ'άλλα κι άλλο της Παρασκευής το γάλα». Συγκόπτεται συχνά σε «της Παρασκευής το γάλα». Το οποίο δίνει 2.980 αποτελέσματα στο γκουγκλ - με τα εισαγωγικά.

Απαντάται επίσης και ως «Άλλ' αντ' άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα» και ως «Άλλα ντάλα κουτρουβάλα, της Παρασκευής το γάλα».

Η εκδοχή «της Παρασκευούλας το γάλα» δεν δίνει κανένα αποτέλεσμα πέραν των σχετικών με το slang.gr. Λογικό, γιατί δεν έτσι δεν βγαίνει το μέτρο.

Είναι βέβαιον ότι η φράση δεν αναφέρεται σε κάποια κυρία η δεσποινίδα Παρασκευή ή Παρασκευούλα αλλά στην ημέρα Παρασκευή. Σε ό,τι αφορά την προέλευσή της, μεταφέρω με κάθε επιφύλαξη, μια εκδοχή που βρήκα εδώ. Μια άλλη εξήγηση υπάρχει και εδώ.

#6
poniroskylo

in σφίξανε τα γάλατα

Η φράση χρησιμοποιείται πολύ γενικότερα - για να δηλώσει ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, δεν το λέω με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά νομίζω ότι πρόκειται για κυριολεξία. Όταν μια αγελάδα δεν αρμεχτεί στην ώρα της, το γάλα, πήζει, σφίγγει μέσα στα μαστάρια που σκληραίνουν και το ζώο νιώθει πόνο και δυσφορία. Και το στήθος της γυναίκας πονάει αν έχει γάλα και δεν θηλάσει.

Ενισχυτικό της άποψης ότι η φράση δεν έχει αρχικά σεξουαλική προέλευση είναι και το γεγονός ότι χρησιμοποιείται με άνεση σε διάφορα περιβάλλοντα χωρίς να θεωρείται επιλήψιμη. Βέβαια, χρησιμοποιείται και με τον τρόπο που λέει ο ορισμός.

#7
poniroskylo

in γράπα

Το επιβεβαιώνω και για Θεσσαλονίκη και τα πέριξ μέχρι Πολύγυρο και Κιλκίς και το έχω ακούσει και από Γιαννιώτες. Το έχω ακούσει επίσης να το προφέρουν και γκράπα και να εννοούν πάλι το τσίπουρο άνευ.

#8
poniroskylo

in ρουπώνω

Δες και το λήμμα ρουμπώνω.

#9
poniroskylo

in τρίπα

Και πώς ξέρουμε ότι ο Σαββόπουλος έγραφε το τρυ- με -ι-;

#10
poniroskylo

in τουρναράκια

Θενκ γιου sarant, θενκ γιου Καπετάν Ένας!

#11
poniroskylo

in σιζοφλάει

Κτγμ, η κατάληξη πρέπει να μένει πάντα -οφλάει για να παραπέμπει στο offline, αλλιώς θα μπλέξουμε τα μπούτια μας. Μπορεί ν' αλλάζει, όμως, το πρώτο μέρος της λέξης για να δηλώσει ποιός/ποιά/ποιοί είναι οφλάει και να το κάνει αυτό ενσωματώνοντας την προσωπική αντωνυμία και τον δεόντα τύπο του βοηθητικού ρήματος. Άρα έχουμε και λέμε:

άιμοφλάει
γιουροφλάει
χιζοφλάει, σιζοφλάει

ουϊροφλάει
γιουροφλάει
δεροφλάει

#12
poniroskylo

in σβαρνιά

Η σβάρνα είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και για το ίσιωμα του χωραφιού μετά το όργωμα. Είναι λέξη Σλαβικής προέλευσης και χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο.

Δείτε και τις φωτογραφίες.

#13
poniroskylo

in τζαζμπανίστας

Ποιό είναι το λήμμα εδώ; Είναι τζαζμπανίστας τζαζ, όπως φαίνεται; Είναι τζαζμπανίστας σκέτο; 'Η είναι δυο λήμματα που πρέπει να χωρίσουν; Θενξ.

#14
poniroskylo

in πεταλούδα

Στο τελευταίο παράδειγμα το λινκ με το ανύπαρκτο κείμενο είναι προς ένα φόρουμ, μάλλον κροάτικο - cesarica.net - το οποίο δίνει δυναότητα αυτόματης μετάφρασης σε καμιά τριανταριά γλώσσες... και ιδού τα αποτελέσματα...

#15
poniroskylo

in μπαΐρι

Εγώ δεν ξέρω τπτ. Με είχανε καλέσει για πάρτι, λέει, στα μπαΐρια, πήγα σωστός στην ώρα μου, μόνο ο χαν κι ο πάτσις ήτανε. ο πάτσις ήτανε σε φάση τούμπα λίμπρε, ο χαν όλο για το νικοπολίδη έλεγε, πάω ένα λεπτό έξω να δω για κάτι φίλες που είπανε θα περάσουνε, σιγά και να μην ήρθανε κι αυτές, ξαναμπαίνω, ψυχή ζώσα, ε, τι να κάνω κι εγώ, ήπια δυο μπύρες ακόμα με μια κοπέλα στο μπαρ...

[img]http://www.gunaxin.com/wp-content/uploads/2009/06/beer_chug_girl.gif[/img]
Και μετά πήγα για ύπνο. Αατα.

#16
poniroskylo

in μπαΐρι

Κάτσε λίγο, είπανε και κάτι φίλες ότι θα περάσουνε...

#17
poniroskylo

in μπαΐρι

Μπύρα έχεις; Θες;

#18
poniroskylo

in μπαΐρι

Εδώ είναι το πάρτυ; Σωστά ήρθα; Δεν άργησα; Έφερα και τη μπύρα μου, έτσι;

λεζάντα εικόνας

Tour de force, patsis. Πάω ν' αρχίσω να τα διαβάζω. I may be some time.

Edited by MT :
Έτσι, για τη νοσταλγία.
#19
poniroskylo

in κούσαλο

Ψάχνοντας τα ονλάιν γλωσσάρια βλέπω ότι η λεξη λέγεται σε Λευκάδα, Κεφαλονιά, Άρτα, Γιάννενα, Καρδίτσα - και ίσως και αλλού.

#20
poniroskylo

in φίκος

Μάλλον από το ιταλικό fica; Έχει γίνει μια σχετική συζήτηση εδώ.

#21
poniroskylo

in πινιάτα

Νομίζω ότι στα Ιταλικά pignata είναι η πήλινη χύτρα, η στάμνα, και τη χρησιμοποιούν όπως κι εμείς παλιότερα στην παραδοσιακή συνταγή στάμνα. Τη βρίσκω πιο πολύ σε συνταγές από την Πούλια, π.χ. εδώ - λογικό.

#22
poniroskylo

in ΠΑΟΚ είσαι

Άξιος. Ακούγεται πολύ και ως «Μη μασάς, ΠΑΟΚ είσαι».

Για μια ακόμη ανάλυση της φράσης δες και αυτό εδώ.

Υπάρχουν τουλάχιστον δυο γκρουπάκια στο FB με όνομα ΠΑΟΚ είσαι, ΠΑΟΚ είσαι ρε και PAOK-EISAIGATE-4

#23
poniroskylo

in πουτανοσκουφίτσα

Ισχυρό λήμμα και ορισμός.

#24
poniroskylo

in μπαλόμπα

Συνηθέστερα μπαλόμπα. Λέξη από τα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος γράφει:

μπαλόμπα, η: θρεφτάρι, χοντρέλω, οιονεί υπερθετικός βαθμός του μπαλή (βλ. λήμμα), και

μπαλός, επίθετο: χοντρός, ίσως από το κοινό μπάλα<ιταλικά balla (=δέμα, μπάλα, αφθονία, ποσότης)... ενθυμού το λαϊκό χοντρομπαλάς

Σχετικά και τα λήμματα τουκαπρό και σον.

#26
poniroskylo

in λούστης

Υπερπαλιά επίσης, και σχετική, και η ευφυέστατη ρίμα:

[I]- Πούστη, πούστη
πάρτην και λούστη

- Την έχω 'γω λουσμένη
στον κώλο σου βαλμένη[/I]

#27
poniroskylo

in μυριγκόγκος

Απαντάται επίσης, κατά φθίνοντα αριθμό αποτελεσμάτων στο google, και ως

μιρικόγκος, π.χ. εδώ

μιρικόκος, π.χ. εκεί

μιριγκόγκος, π.χ. παρέκει

μπιρικόκος, π.χ. πιο κει

μυρικόγκος, π.χ. ακόμα παραπέρα

Και ίσως να υπάρχουν και άλλοι τύποι.

#28
poniroskylo

in εξτραδάκι

Έξτρα πρίμα γκουντ ο ορισμός!

#30
poniroskylo

in μαλλί

Νταξ, μετά από δυο χρόνια και κάτι μούρθε η επιφοίτηση για την προέλευση της λέξης σε αυτή την χρήση που είναι ασφαλώς το τούρκικο mali (=οικονομικός, σχετικός με τα οικονομικά, financial) εξ ου και mali yıl (=οικονομικόν έτος) αλλά και maliye (=τα οικονομικά, τα δημόσια οικονομικά), maliye Bakanı (=υπουργός οικονομικών) και maliye Bakanlığı (=υπουργείο Οικονομικών). Κάλλιο αργά παρά ποτέ...