Μέσα είσαι. Προσωπικά το άκουσα πρώτη φορά το 1998 από φίλο Παναθηναϊκό. Θυμάμαι τη σκηνή, άργησα να καταλάβω τι εννόούσε και μετά το βρήκα πολύ αστείο. Αατα.
Η πλήρης έκφραση, όπως επισημαίνει τώρα ο stratos98 και είχε επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο και ο jesus σε σχόλιο στο λήμμα άλλο Μπραχάμι κι άλλο Μαϊάμι, είναι «άλλ' αντ' άλλα, της Παρασκευής το γάλα» ή «Άλλα είναι τ'άλλα κι άλλο της Παρασκευής το γάλα». Συγκόπτεται συχνά σε «της Παρασκευής το γάλα». Το οποίο δίνει 2.980 αποτελέσματα στο γκουγκλ - με τα εισαγωγικά.
Απαντάται επίσης και ως «Άλλ' αντ' άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα» και ως «Άλλα ντάλα κουτρουβάλα, της Παρασκευής το γάλα».
Η εκδοχή «της Παρασκευούλας το γάλα» δεν δίνει κανένα αποτέλεσμα πέραν των σχετικών με το slang.gr. Λογικό, γιατί δεν έτσι δεν βγαίνει το μέτρο.
Είναι βέβαιον ότι η φράση δεν αναφέρεται σε κάποια κυρία η δεσποινίδα Παρασκευή ή Παρασκευούλα αλλά στην ημέρα Παρασκευή. Σε ό,τι αφορά την προέλευσή της, μεταφέρω με κάθε επιφύλαξη, μια εκδοχή που βρήκα εδώ. Μια άλλη εξήγηση υπάρχει και εδώ.
Σωστός. Διαδεδομένο. Δες και το λήμμα εγώ.
Η φράση χρησιμοποιείται πολύ γενικότερα - για να δηλώσει ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει.
Σε ό,τι αφορά την προέλευση, δεν το λέω με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά νομίζω ότι πρόκειται για κυριολεξία. Όταν μια αγελάδα δεν αρμεχτεί στην ώρα της, το γάλα, πήζει, σφίγγει μέσα στα μαστάρια που σκληραίνουν και το ζώο νιώθει πόνο και δυσφορία. Και το στήθος της γυναίκας πονάει αν έχει γάλα και δεν θηλάσει.
Ενισχυτικό της άποψης ότι η φράση δεν έχει αρχικά σεξουαλική προέλευση είναι και το γεγονός ότι χρησιμοποιείται με άνεση σε διάφορα περιβάλλοντα χωρίς να θεωρείται επιλήψιμη. Βέβαια, χρησιμοποιείται και με τον τρόπο που λέει ο ορισμός.
Το επιβεβαιώνω και για Θεσσαλονίκη και τα πέριξ μέχρι Πολύγυρο και Κιλκίς και το έχω ακούσει και από Γιαννιώτες. Το έχω ακούσει επίσης να το προφέρουν και γκράπα και να εννοούν πάλι το τσίπουρο άνευ.
Δες και το λήμμα ρουμπώνω.
Και πώς ξέρουμε ότι ο Σαββόπουλος έγραφε το τρυ- με -ι-;
Θενκ γιου sarant, θενκ γιου Καπετάν Ένας!
Κτγμ, η κατάληξη πρέπει να μένει πάντα -οφλάει για να παραπέμπει στο offline, αλλιώς θα μπλέξουμε τα μπούτια μας. Μπορεί ν' αλλάζει, όμως, το πρώτο μέρος της λέξης για να δηλώσει ποιός/ποιά/ποιοί είναι οφλάει και να το κάνει αυτό ενσωματώνοντας την προσωπική αντωνυμία και τον δεόντα τύπο του βοηθητικού ρήματος. Άρα έχουμε και λέμε:
άιμοφλάει
γιουροφλάει
χιζοφλάει, σιζοφλάει
ουϊροφλάει
γιουροφλάει
δεροφλάει
Η σβάρνα είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και για το ίσιωμα του χωραφιού μετά το όργωμα. Είναι λέξη Σλαβικής προέλευσης και χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο.
Δείτε και τις φωτογραφίες.
Ποιό είναι το λήμμα εδώ; Είναι τζαζμπανίστας τζαζ, όπως φαίνεται; Είναι τζαζμπανίστας σκέτο; 'Η είναι δυο λήμματα που πρέπει να χωρίσουν; Θενξ.
Στο τελευταίο παράδειγμα το λινκ με το ανύπαρκτο κείμενο είναι προς ένα φόρουμ, μάλλον κροάτικο - cesarica.net - το οποίο δίνει δυναότητα αυτόματης μετάφρασης σε καμιά τριανταριά γλώσσες... και ιδού τα αποτελέσματα...
Εγώ δεν ξέρω τπτ. Με είχανε καλέσει για πάρτι, λέει, στα μπαΐρια, πήγα σωστός στην ώρα μου, μόνο ο χαν κι ο πάτσις ήτανε. ο πάτσις ήτανε σε φάση τούμπα λίμπρε, ο χαν όλο για το νικοπολίδη έλεγε, πάω ένα λεπτό έξω να δω για κάτι φίλες που είπανε θα περάσουνε, σιγά και να μην ήρθανε κι αυτές, ξαναμπαίνω, ψυχή ζώσα, ε, τι να κάνω κι εγώ, ήπια δυο μπύρες ακόμα με μια κοπέλα στο μπαρ...
[img]http://www.gunaxin.com/wp-content/uploads/2009/06/beer_chug_girl.gif[/img]
Και μετά πήγα για ύπνο. Αατα.
Κάτσε λίγο, είπανε και κάτι φίλες ότι θα περάσουνε...
Μπύρα έχεις; Θες;
Εδώ είναι το πάρτυ; Σωστά ήρθα; Δεν άργησα; Έφερα και τη μπύρα μου, έτσι;
Tour de force, patsis. Πάω ν' αρχίσω να τα διαβάζω. I may be some time.
Ψάχνοντας τα ονλάιν γλωσσάρια βλέπω ότι η λεξη λέγεται σε Λευκάδα, Κεφαλονιά, Άρτα, Γιάννενα, Καρδίτσα - και ίσως και αλλού.
Μάλλον από το ιταλικό fica; Έχει γίνει μια σχετική συζήτηση εδώ.
Νομίζω ότι στα Ιταλικά pignata είναι η πήλινη χύτρα, η στάμνα, και τη χρησιμοποιούν όπως κι εμείς παλιότερα στην παραδοσιακή συνταγή στάμνα. Τη βρίσκω πιο πολύ σε συνταγές από την Πούλια, π.χ. εδώ - λογικό.
Άξιος. Ακούγεται πολύ και ως «Μη μασάς, ΠΑΟΚ είσαι».
Για μια ακόμη ανάλυση της φράσης δες και αυτό εδώ.
Υπάρχουν τουλάχιστον δυο γκρουπάκια στο FB με όνομα ΠΑΟΚ είσαι, ΠΑΟΚ είσαι ρε και PAOK-EISAIGATE-4
Ισχυρό λήμμα και ορισμός.
Συνηθέστερα μπαλόμπα. Λέξη από τα καλιαρντά.
Ο Πετρόπουλος γράφει:
μπαλόμπα, η: θρεφτάρι, χοντρέλω, οιονεί υπερθετικός βαθμός του μπαλή (βλ. λήμμα), και
μπαλός, επίθετο: χοντρός, ίσως από το κοινό μπάλα<ιταλικά balla (=δέμα, μπάλα, αφθονία, ποσότης)... ενθυμού το λαϊκό χοντρομπαλάς
Υπερπαλιά επίσης, και σχετική, και η ευφυέστατη ρίμα:
[I]- Πούστη, πούστη
πάρτην και λούστη
- Την έχω 'γω λουσμένη
στον κώλο σου βαλμένη[/I]
Απαντάται επίσης, κατά φθίνοντα αριθμό αποτελεσμάτων στο google, και ως
μιρικόγκος, π.χ. εδώ
μιρικόκος, π.χ. εκεί
μιριγκόγκος, π.χ. παρέκει
μπιρικόκος, π.χ. πιο κει
μυρικόγκος, π.χ. ακόμα παραπέρα
Και ίσως να υπάρχουν και άλλοι τύποι.
Έξτρα πρίμα γκουντ ο ορισμός!
Προέκυψε και αυτό στο FB.
Νταξ, μετά από δυο χρόνια και κάτι μούρθε η επιφοίτηση για την προέλευση της λέξης σε αυτή την χρήση που είναι ασφαλώς το τούρκικο mali (=οικονομικός, σχετικός με τα οικονομικά, financial) εξ ου και mali yıl (=οικονομικόν έτος) αλλά και maliye (=τα οικονομικά, τα δημόσια οικονομικά), maliye Bakanı (=υπουργός οικονομικών) και maliye Bakanlığı (=υπουργείο Οικονομικών). Κάλλιο αργά παρά ποτέ...
Περίφημο το Ιμαρέτ του Μωχάμαντ Άλι στην Καβάλα το οποίο έχει πλέον γίνει ξενοδοχείο πολυτελείας - http://www.imaret.gr/