μλκ, mlk
Σύντμηση του μαλάκας, στον –online κυρίως– γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο ως φιλική προσφώνηση και με λατινικούς χαρακτήρες (greeklish) (mlk).
ασε ρε μλκ που της το ειπες αυτο lol!!!11
μλκ, mlk
Σύντμηση του μαλάκας, στον –online κυρίως– γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο ως φιλική προσφώνηση και με λατινικούς χαρακτήρες (greeklish) (mlk).
ασε ρε μλκ που της το ειπες αυτο lol!!!11
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο τεράστιος ο παιχταράς, ο πολύ μα πολύ μάγκας.
- Στο τέλος του πήρα και τα φράγκα και τη γυναίκα...
- Υπερδιπλάσιε!
Got a better definition? Add it!
Ο τρόμπας. Προκύπτει από τα τρόμπας + Ρόμπαξ (Flintheart Glomgold, Ducktales).
Λάκης: - Και μου είπε να βγούμε...
Σάκης: - Και τι της είπες;
Λάκης: - Ε, ότι είχα δουλειά...
Ο Λάκης είναι τρόμπαξ.
Got a better definition? Add it!
Μπαμ-μπαμ, αμέσως, πολύ γρήγορα.
- Πάμε που σου λέω. Θα είμαστε εκεί τσακ-μπαμ!
Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην
Got a better definition? Add it!
Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.
Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Got a better definition? Add it!
Από το «εντάξει να πούμε».
(ε)ντάξ(ει) + να + (π)ούμ(ε) = νταξναούμ
Ανάλογα τα συμφραζόμενα, δηλώνει και δόση σταρχιδισμού (όσο περισσότερα «α», τόσο περισσότερα στ' αρχίδια μας), αγανάκτησης κ.ά.
- Άντε Κωστάκη, πήγαινε συνέχισε το διάβασμά σου.
- Νταααααξναούμ...
- Δηλαδή τι άλλο πρέπει να σου πουν για να καταλάβεις;! Νταξναούμ, σου λέμε, σου ξαναλέμε, τίποτα εσύ!
Βλ. και ναούμε, ναούμ', άμα λάχει (ναούμ')
Got a better definition? Add it!
Ο βρωμιάρης, που μυρίζει τυρίλες.
- Βρωμάς, ρε τυροβρωμίκουλα. Κάνε κάνα μπάνιο επιτέλους!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, χλέμπουρας, τυρί, τυρί, το, κεφαλοτύρι
Got a better definition? Add it!
Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.
- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!