μλκ, mlk

Σύντμηση του μαλάκας, στον –online κυρίως– γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο ως φιλική προσφώνηση και με λατινικούς χαρακτήρες (greeklish) (mlk).

ασε ρε μλκ που της το ειπες αυτο lol!!!11

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζευγάρι ρουθουνιών.

- Μη σκαλίζεις το δίκαννο ρε βρωμιάρη!

(από xalikoutis, 10/10/08)γνωστός ρουθούνιας και καλά καπνίζει (από xalikoutis, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεράστιος ο παιχταράς, ο πολύ μα πολύ μάγκας.

- Στο τέλος του πήρα και τα φράγκα και τη γυναίκα...
- Υπερδιπλάσιε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρόμπας. Προκύπτει από τα τρόμπας + Ρόμπαξ (Flintheart Glomgold, Ducktales).

Λάκης: - Και μου είπε να βγούμε...
Σάκης: - Και τι της είπες;
Λάκης: - Ε, ότι είχα δουλειά...

Ο Λάκης είναι τρόμπαξ.

Ρόμπαξ (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμ-μπαμ, αμέσως, πολύ γρήγορα.

- Πάμε που σου λέω. Θα είμαστε εκεί τσακ-μπαμ!

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.

Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.

Καλά, μιλάμε το μηχανάκι το 'χω λιώσει και δε βγάζει άχνα, ούτε συνεργεία ούτε τίποτα. Σκυλί μαύρο σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «εντάξει να πούμε».

(ε)ντάξ(ει) + να + (π)ούμ(ε) = νταξναούμ

Ανάλογα τα συμφραζόμενα, δηλώνει και δόση σταρχιδισμού (όσο περισσότερα «α», τόσο περισσότερα στ' αρχίδια μας), αγανάκτησης κ.ά.

  1. - Άντε Κωστάκη, πήγαινε συνέχισε το διάβασμά σου.
    - Νταααααξναούμ...

  2. - Δηλαδή τι άλλο πρέπει να σου πουν για να καταλάβεις;! Νταξναούμ, σου λέμε, σου ξαναλέμε, τίποτα εσύ!

(από xalikoutis, 06/06/10)

Βλ. και ναούμε, ναούμ', άμα λάχει (ναούμ')

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρωμιάρης, που μυρίζει τυρίλες.

- Βρωμάς, ρε τυροβρωμίκουλα. Κάνε κάνα μπάνιο επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.

- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified