Η γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που της αρέσουν οι νεαροί άντρες.

- Θα βγω με την Κική, που γνωρίσαμε της προάλλες, σήμερα το βράδυ. - Μα αυτή έχει τα διπλά σου χρόνια. Κατάλαβα, πάλι σε τεκνατζού έπεσες, θα σε ρουφήξει κανονικά, μισός θα μείνεις!

Δες και τεκνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρόβλημα, το ξενέρωμα, η απογοήτευση, το πακέτο. Συνήθως την τρώμε ή την παθαίνουμε.

Έφαγα νίλα το πρωί. Είχα αργήσει για την δουλειά και δεν έπαιρνε μπροστά το αυτοκίνητο και έχουν απεργία και τα λεωφορεία. Ευτυχώς άργησε και το αφεντικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξένος, ο αλλοδαπός, κυρίως οι νεαρές αλλοδαπές τουρίστριες.

Και μέχρι το επόμενο καλοκαίρι που θα ξανάρχονταν τα ξενάκια, τα καμάκια τις πόλης πέρναγαν τις ώρες στους στο καφενείο, παίζοντας μπιλιάρδο, χαρτιά και λέγοντας ιστορίες των κατακτήσεών τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.

- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;

Μην τα πετάτε τα μπάζα στην είσοδο. Είπα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω συμφωνία με κάποιον, συνήθως για να βλάψουμε, να κοροϊδέψουμε ή να νικήσουμε κάποιον τρίτο.

— Κανόνισα με τον Σπύρο να πάμε να κάνουμε τσαμπουκά στον Δημήτρη που μου έφαγε την τυρόπιτα. — Καλά είσαι τρελός; Αυτοί τα έχουν κάνει πλακάκια και θα σου φάνε και το κρουασάν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροβολώ, έκφραση που ακούγεται συνήθως σε χωριό.

- Ήμουν τις προάλλες στο χωράφι και βλέπω δυο παιδαρέλια να μου κλέβουν τα μήλα. Βγάζω την καραμπίνα από το αγροτικό και τους την μπουμπουνίζω! - Τι ρε, να τους σκοτώσεις; - Όχι ρε, είχα βάλει μέσα αλάτι. Για μια βδομάδα δεν θα μπορούν να κάτσουν, έτσι για να μάθουν.

βλ. και μπουμπούνα το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη / επιφώνημα που σημαίνει φύγε, ουστ, όξω. Προέρχεται από τα Καλιαρντά.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, αδειάζω τη γωνιά.

  1. - Άντε τζους μωρή τώρα, γιατί πρέπει να ετοιμαστώ να πάω στο κομμωτήριο.

  2. - Τζους μωρή ψαμοσκελού νταλκαρέτεκνη που θα μας πεις και υψομετρούδες! Δεν έρχεσαι να μας ροσολιμαντάρεις τα σερμέλια;

(Μετάφραση: Ούστ μωρή καυλιάρη κωλόμπαρε που θα μας πεις και αδερφές! Δεν έρχεσαι να μας γλύψεις τα πέη. [lamproukos.blogspot.com])

(από allivegp, 04/07/10)"Βρε άντε τώρα τζους", καρβελιά. (από Khan, 08/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να ειδοποιήσει κανείς κάποιον για την παρουσία μιας όμορφης και εντυπωσιακής κοπέλας, ενίοτε και ξέκωλου.

- Τίγκα τίγκα!
- Πού ρε’συ;
- Εκεί ρε, στο τραπεζάκι στα δεξιά!
– Πωπωπω, τι τούμπανο είναι αυτό! Πού θα βρω μια τέτοια γκόμενα εγώ ρε γαμώτο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον έχουν όλη του κλότσου και του μπάτσου. Αυτός που δεν έχει ούτε το θάρρος να σηκώσει ανάστημα και να υπερασπιστεί τον εαυτό του και συνήθως γίνεται ο περίγελος της παρέας.

- Τον βλέπεις αυτόν εκεί; - Ποιον, αυτό το μπιλντέρι; - Ναι. Αυτός ήταν στο σχολείο μου. Σπασικλάκι, μαμμόθρεφτο. Του παίρναμε την τυρόπιτα, του κάναμε wedgie στα διαλείματα. Μεγάλος καρπαζοεισπράκτορας! Μετά που πήγε στο πανεπιστήμιο, ξέκοψε από όλους, ξεκίνησε τα γυμναστήρια, έκανε νέους φίλους και το 'παιζε πως στο σχολείο ήταν πρώτη μούρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified