Το ατού.

Χαρτοπαικτικός όρος στα παχνίδια με μπάζες - π.χ. μπριτζ, πρέφα, μπουρλότο.

Τα κόζια, ή ατού, καθορίζονται σε κάθε μοιρασιά και σ' εκείνο το γύρο είναι το ισχυρότερο χρώμα. Αν δεν έχεις φύλλο του χρώματος που έπεσε στο τραπέζι και παίξεις κόζι παίρνεις τη μπάζα - αυτό λέγεται τσακίζω ή κόβω.

  1. (Από τη Βικιπαίδεια)

Στα κόζια υπάρχει διαφορετική ταξινόμηση σε σχέση με τους πόντους. Ο J κόζι είναι το ισχυρότερο φύλλο, ακολουθεί το 9 κόζι και μετά ο A, 10, K, Q, 8, 7.

Ό,τι φύλλο παιχτεί κάτω, φύλλο ίδιας φυλής πρέπει να πετάξουν όλοι! Αν κάποιος δεν έχει φύλλο ίδιας φυλής με εκείνο κάτω, τότε είναι υποχρεωμένος να πετάξει Κόζι. Το Κόζι παίρνει την μπάζα πάντα. Αν δύο άτομα τσακίσουν, τότε την μπάζα παίρνει το μεγαλύτερο Κόζι. Αν δεν έχει ούτε Κόζι, τότε πετάει ένα οποιοδήποτε φύλλο, όμως δεν παίρνει την μπάζα. Την μπάζα κερδίζει πάντα το ισχυρότερο φύλλο.

  1. - Άσ' το το μπριτζ ... Αν έχεις κόζι στο μπουρλότο πρέπει να κόψεις, είναι υποχρεωτικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.

Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.

Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.

  1. - Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
    - Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.

  2. Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...

  3. Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.

Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.

  1. Χοντρός καυγάς. Και γαμώ τους καυγάδες. Η ελληνική έκδοση της μονομαχίας στο Ελ Πάσο. Συχνά χρησιμοποιείται και με ισχυρή δόση εσεκεμμένης υπερβολής και ειρωνείας.
  2. Ομαδική πλάκα. Μάλλον χοντρή. Τζερτζελές, χουχλιαμάς, χαβαλέ.
  3. Πολυκοσμία, βαβούρα, οχλαγωγία. Ένα συμπούρμπουλο, τέλος πάντων.
  4. Όπως και το προηγούμενο + ένα στοιχείο ανταγωνισμού. Ένα πατείς με πατώ με ολίγη από ένα δώσε και μένα μπάρμπα.

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.

  1. - Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.

  2. - Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.

  3. - Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.

  4. "Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).

Σχετικό: πατημός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει φύγει ένα τακ από το στάνταρ ούφο. Είναι απολύτως αλλού - είναι, δηλαδή, αλλούφο. Είναι δεδομένο ότι δεν προέρχεται από τον πλανήτη μας. Αλλά, είναι τόσο χαμένο στο διάστημα αυτό το άτομο που υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι και η επικοινωνία του με τον δικό του πλανήτη έχει διαταραχθεί.

Γιατί επέλεξε ο ποιητής να πει ότι αυτό το ούφο φοράει σκούφο; Μα, ακριβώς γιατί είναι ποιητής και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ομοιοκαταληξία. Εκτός κι αν είχε κατά νου τα στρουμφάκια.

Είναι δυνατόν κάποιος να είναι ακόμη πιο γεια σου; Η απάντηση είναι, ασφαλώς, ναι -και τότε το άτομο αυτό χαρακτηρίζεται ούφο με σκούφο και με φλογέρα. Φέρτε π.χ. στο μυαλό σας τον Ε.Τ., βάλτε του ένα σκούφο, δώστε του και μια φλογέρα - ε, για τέτοιο πράμα μιλάμε. Ένα στρουμφάκι (με φλογέρα) είναι καλή προσέγγιση.

Στην εκφορά της φράσης υπάρχει ένα savoir-faire. Σπανίως θα χαρακτηρίσουμε κάποιον ούφο με σκούφο και με φλογέρα απνευστί. Συνήθως, όταν ο συνομιλητής μας πει ότι κάποιος είναι ούφο εμείς θα υπερθεματίσουμε λέγοντας ... με σκούφο ... και αυτός θα υπερθεματίσει εκ νέου προσθέτοντας ... και με φλογέρα!.

Εν κατακλείδι, στην ερώτηση «γιατί με φλογέρα;» η μόνη ενδεδειγμένη απάντηση είναι «αυτό δεν είναι μια φλογέρα».

- Τι είπε ρε πάλι το άτομο ... Μας κούφανε ...
- Ε, τι περιμένεις ... αφού είναι γνωστό ούφο ...
- Ούφο με σκούφο ...
- Και με φλογέρα ... ό,τι νάναι...

Στρουμφ με φλογέρα 3 (από poniroskylo, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε μεταφορικά, εννοείται.

Μεταφορικά, λοιπόν, ο πορδορούφας είναι ο τέλειος κόλακας, ο μαιτρ γλειψιματίας - ή, ο απόλυτος φαν. Δεν έχει σημασία ότι το αφεντικό (ή το ίνδαλμα) δεν μιλάει, κλάνει, δεν έχει σημασία τι μπόχα αναδύεται - ο τύπος είναι εκεί, μισό μέτρο απ' τον κρυωμένο κώλο που τις αμολάει και ρουφάει τα πάντα - προσκυνώ την πορδούλα σου, πρόεδρε! Και δεν μιλάμε για πορδούλες ευαίσθητες, μιλάμε για κατά ρυπάς κλανίδια ή για γιουσούφια βρωμερά και τρισάθλια.

Πρώτος ξάδερφος του ρουφοκλάνη και τακίμι του κωλογλείφτη.

Τη λέξη την συνάντησα πρώτη φορά, φορ ρήαλ, ως παρατσούκλι σε χωριά - ο τάδε ο πορδορούφας.

- Ρε μαλάκα, δεν πάει αυτό το πράμα ... μας φλόμωσε ο άλλος στην παπαριά κι ο δικός σου ο πορδορούφας αντί ν' αφήσει κάνα χριστιανό να μιλήσει ... «μάλιστα, έχετε δίκιο, δεν το είχαμε σκεφτεί αυτό» και «παιδιά, έτσι όπως τα λέει ο κύριος περιφερειακός είναι» και κολοκύθια τούμπανα ... άι σιχτίρ δηλαδή ...

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά, φλώρος που το παίζει σκληρός. Και καλά.

- Θα του κάνω τα μούτρα κρέας, θα το γαμήσω το πουστράκι το ιμο.
- Ίσα ρε γαμαωδέρνουλα. Κατούρα και λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών. Επίσης, συλλογική ονομασία για τα σμήνη των καλλιτέχνιδων που ενέσκηψαν στην Ελλάδα - επίσης στην Κύπρο και την Τουρκία - από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Τα γνήσια μιγκ ήταν κατασκευασμένα στη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά και για μοντέλα από άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως την Τσεχία και, μάλλον απροσδόκητα, την Μολδαβία. Στην έκδοση export είχαν ύψος τουλάχιστον 1.75, διαστάσεις 36-25-34, ξανθό μαλλί και γαλανό μάτι που χάραζε κρύσταλλο στα 20 μέτρα. Οι γλωσσικές τους δυνατότητες ήταν μάλλον περιορισμένες: «πώς σε λένε;», «εμένα με λένε Νατάσα/Ταμάρα» και «δέκα χιλιάδες» το οποίο με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε «διακόσια πενήντα γιούρο».

Τα πρώτα χρόνια τα Μιγκ είχαν τις βάσεις τους κυρίως στα επαρχιακά κωλόμπαρα, όπου χάρη στον προηγμένο επιχειρησιακό εξοπλισμό τους άκοπα έκαμψαν τις περιορισμένες ούτως ή άλλως αντιστάσεις των επί δεκαετίες στερημένων τοπικών παραγόντων και ρήμαξαν χιλιάδες αγροτικές περιουσίες. Βαθμιαία εξαπλώθηκαν σε τουριστικά θέρετρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Σήμερα τα μιγκ είναι πιθανότερο να τα συναντήσουμε σε διευθυντικούς ρόλους σε κτηματομεσιτικά γραφεία με Ρωσική πελατεία ή σε εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων.

- Τι καλλιτεχνικό γραφείο, ρε παραμυθά, σοβαρά μιλάς; Είχε πρίζες στο Αλλοδαπών κι έβγαζε βίζες για τα Μιγκ. Έτσι τά 'κανε τα λεφτά.

(από Khan, 29/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.

Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;

Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.

- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...

Βλ. και βάφω τοίχους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού adaptor. Οι ορισμοί που δίνουν τα λεξικά είναι προσαρμοστής ή προσαρμογεύς ή και προσαρμογεύς ρευματολήπτου. Επεξηγούν δε ενίοτε ότι πρόκειται για βύσμα συνδέσεως το οποίο χρησιμοποιούμε όταν οι ακροδέκτες του βύσματος που έχουμε δεν είναι συμβατοί με τις υποδοχές της πρίζας όπου πρέπει να μπει.

Ακριβώς επειδή όλα αυτά είναι εξαιρετικά μπερδεμένα λέμε αντάπτορας και καθαρίζουμε τη θέση μας. Ο αντάπτορας είναι ένα μαραφέτι που έχει την σωστή υποδοχή για να πάρει την αρσενική πρίζα που διαθέτουμε αλλά και τα σωστά γκαβλιτσέκια για να μπει στη συνέχεια στη θηλυκή πρίζα που είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε.

Ο όρος USB αντάπτορας είναι απολύτως καθιερωμένος.

- Αγάπη, πήρες αντάπτορα για το λάπτοπ για το Λονδίνο;
- Πήρα έναν για το κινητό ... δεν πήρες όμως κι εσύ; - Εγώ πήρα τέσσερις αλλά να πάρεις κι εσύ τους δικούς σου ...
- Τέσσερις; Γιατί τέσσερις αντάπτορες ρε Βούλα; Και γιατί να μην πάρω κι εγώ έναν απ'αυτούς;
- Έ, χρειάζονται ... Ένας για τοn φορτιστή του κινητού, ένας για το σιδεράκι, ένας για το σεσουάρ, κι ένας για το Silkepil ...
- Δηλαδή, για να καταλάβω ... την ώρα που θα φορτίζει το τηλέφωνο τη νύχτα εσύ συγχρόνως θα σιδερώνεις, θα στεγνώνεις τα μαλλιά σου και θα μαδάς τις τρίχες απ'τα πόδια σου ...
- Ε, δεν ξέρεις πώς έρχονται τα πράγματα ... κι ύστερα να ψάχνω να βρίσκω αντάπτορα ενώ βιάζομαι ...
- Ναι, ΟΚ, καλύτερα να ψάχνεις να βρεις πρίζες για τους τέσσερις αντάπτορες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified